βουβός,
-ή κ. -ιά,
-ό, επίθ. [<μσν. βουβός <μτγν. βωβός], βουβός· που εκδηλώνεται ή
διαδραματίζεται μέσα στη σιωπή, που συγκρατείται, που δε γίνεται φανερός, που
δεν εκφράζεται: «τον έπιασε ένα βουβό κλάμα || μετά το δυστύχημα του γιου του,
που τον ανάγκασε να μείνει παράλυτος στο κρεβάτι, μέσα στο σπίτι του
εκτυλίσσεται ένα βουβό δράμα»· το θηλ. ως ουσ. η βουβή (βλ. λ.)·
-
βουβή βδομάδα, βλ. λ. βδομάδα·
- βουβή
περίοδος, βλ. λ. περίοδος·
- βουβό
πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- βουβός
κινηματογράφος, βλ. λ. κινηματογράφος·
- είναι
βουβός σαν ψάρι ή κάθεται βουβός σαν ψάρι ή μένει βουβός σαν ψάρι
ή στέκεται βουβός σαν ψάρι, βλ. λ. ψάρι·
- είναι
του βουβού (ενν. κινηματογράφου), (ειρωνικά) το άτομο για το οποίο γίνεται
λόγος, δε συνηθίζει να μιλάει: «μην τον παρεξηγείς που δε μιλάει, γιατί είναι
του βουβού»·
-
καλύτερα παράφωνος παρά βουβός και άφωνος, βλ. λ. άφωνος·
- τα
μεγάλα δάση μένουν βουβά, βλ. λ. δάσος.