βουβάλι,
το, ουσ.
[<μσν. βουβάλι(ν), υποκορ. του αρχ. ουσ. βούβαλος], το βουβάλι. 1. άντρας
πολύ σωματώδης, πολύ δυνατός: «δεν είσαι καλά που θα τα βάλω μ’ αυτό το
βουβάλι!». 2. (υποτιμητικά και για τα δυο φύλα) αυτός που είναι παχύς,
δυσκίνητος και περιορισμένης νοημοσύνης: «άντε, ρε βουβάλι, κουνήσου λίγο να
τελειώνουμε τη δουλειά»·
- όσο
κι αν αδυνατίσει το βουβάλι, πάλι για ένα βόδι κάνει, όσο και αν ξεπέσει ένας ικανός
άνθρωπος, δεν παύει να είναι χρήσιμος: «του ’τυχαν απανωτές ατυχίες και
χρεοκόπησε όμως, έχε τον υπόψη σου γιατί, όσο κι αν αδυνατίσει το βουβάλι, πάλι
για ένα βόδι κάνει»·
-
όταν μαλώνουν τα βουβάλια, την πληρώνουν τα βατράχια, βλ. λ. βατράχι.