βολίδα,
η, ουσ.
[<μτγν. βολίς], η βολίδα. 1. οτιδήποτε κινείται με μεγάλη ταχύτητα:
«πέρασε με τ’ αυτοκίνητό του βολίδα από μπροστά μας». 2. (στη γλώσσα των
μηχανόβιων) μοτοσικλέτα με μεγάλα ή μεσαία κυβικά, που αναπτύσσει μεγάλη
ταχύτητα: «αγόρασε μια βολίδα και μας προκαλεί συνέχεια για κόντρες». 3.
(στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) δυνατό και ευθύβολο σουτ προς την αντίπαλη
περιοχή, ιδίως προς το αντίπαλο τέρμα: «δεν μπορεί κανένας τερματοφύλακας να
πιάσει τις βολίδες του || με μια βολίδα απ’ τα τριάντα περίπου μέτρα,
διπλασίασε τα τέρματα της ομάδας του»·
- έφυγε
βολίδα, έφυγε, απομακρύνθηκε από κάπου με μεγάλη βιασύνη, με μεγάλη
ταχύτητα: «έφυγε βολίδα στο σταθμό για να προλάβει το τρένο»·
- πιάνω
βολίδα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πετυχαίνω δυνατό και ευθύβολο σουτ,
ιδίως προς την πλευρά του αντίπαλου τέρματος: «έπιασε τέτοια βολίδα, που ο
τερματοφύλακας έμεινε άγαλμα»·
- ρίχνω
βολίδα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πραγματοποιώ δυνατό και ευθύβολο σουτ,
ιδίως προς την πλευρά του αντίπαλου τέρματος: «έριξε τέτοια βολίδα, που άφησε
άγαλμα τον τερματοφύλακα».