βολάν1,
το, άκλ. ουσ.
[<γαλλ. volant], το τιμόνι, ιδίως του αυτοκινήτου· η διεύθυνση, η αρχηγία:
«στο βολάν του τάδε κόμματος ήταν ο τάδε πολιτικός»· βλ. και λ. τιμόνι·
- άσος
του βολάν, βλ. λ. άσος·
- κάθομαι
στο βολάν, α. διευθύνω μια επιχείρηση, μια ομάδα ανθρώπων, ένα
πολιτικό κόμμα: «την προηγούμενη τετραετία στο βολάν του κόμματος καθόταν ο
τάδε». β. κάθομαι στη θέση του οδηγού, οδηγώ αυτοκίνητο: «κάθισε στο
βολάν κι έβαλε μπρος»·
- παίρνω
το βολάν στα χέρια μου, αναλαμβάνω τη διεύθυνση, την αρχηγία, τη
διακυβέρνηση: «αν δεν έπαιρνε ο τάδε το βολάν της επιχείρησης στα χέρια του, θα
πηγαίναμε κατά διαόλου»·
- πιάνω
το βολάν στα χέρια μου, βλ. φρ. παίρνω το βολάν στα χέρια μου.