βοϊδόπουτσα,
η, ουσ. [<βόιδι
+ πούτσα], όργανο βασανιστηρίων, το μαστίγιο, το βούνευρο·
- βοϊδόπουτσα
που σου χρειάζεται! με
αυτά που κάνεις είσαι άξιος τιμωρίας με ξυλοδαρμό, αξίζει να τιμωρηθείς με
σκληρό, με παραδειγματικό τρόπο: «βοϊδόπουτσα
που σου χρειάζεται για τις βλακείες που κάνεις!». Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το μωρέ. Για συνών. βλ. φρ. βρεγμένη σανίδα που σου χρειάζεται! λ.
σανίδα.