βόιδι, το, ουσ. [<μσν. βόιδιν <αρχ. βοΐδιον, υποκορ. του ουσ. βοῦς], βλ. λ. βόδι· - μου φάνηκε ο παπάς βόιδι, βλ. λ. παπάς.