βοϊβοδίνα,
η, ουσ. [θηλ.
του ουσ. βοϊβόδας <σλαβ. wojevode <voivoda], η γυναίκα του βοϊβόδα (=
τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού διοικητή στις επαρχίες των σλαβικών χωρών, στις
επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας Μολδαβία και Βλαχία και μετέπειτα στις
επαρχίες της ευρωπαϊκής Τουρκίας)·
- ας
με λεν βοϊβοδίνα κι ας πεθαίνω απ’ την πείνα ή ας με λεν βοϊβοδίνα κι ας
ψοφώ από την πείνα, εκφράζει υπέρμετρη φιλοδοξία για τιμές και μεγαλεία,
χωρίς όμως τις απαραίτητες ή τις ανάλογες προϋποθέσεις. Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το μωρέ. Συνών. το γαρούφαλο στ’ αφτί κι η κασίδα στην
κορφή.