βοήθεια,
η, ουσ.
[<αρχ. βοήθεια], η βοήθεια. 1. το παιδικό παιχνίδι αγιούτο (βλ. λ.). 2.
ως επιφών. βοήθεια! απεγνωσμένη έκκληση για βοήθεια κάποιου που βρίσκεται
σε κίνδυνο. (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- απλώνω
χέρι βοηθείας, βλ. λ. χέρι·
- βοήθειά
μας! α. ευχετική επίκληση για τη βοήθεια κάποιου αγίου, που μόλις
αναφερθήκαμε στο όνομά του: «ο άγιος Δημήτριος, βοήθειά μας, είναι ο πολιούχος
της Θεσσαλονίκης». β. ευχετική έκφραση, που ανταλλάσσουν οι χριστιανοί
μετά το τέλος της θείας λειτουργίας, που παρακολούθησαν, και έχει την έννοια να
μας βοηθάει ο Θεός, ο Χριστός, η Παναγία· βλ. και φρ. βοήθειά σου(!)·
- βοήθειά
σου! α. ευχετική έκφραση σε κάποιον που μας αναφέρει πως πηγαίνει να
κοινωνήσει ή που κοινώνησε. Είναι και φορές που του το εύχεται ο παπάς αμέσως
μετά την κοινωνία του. β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που αναφέρεται σε
κάτι, και που μπορεί να έχει κάποιο πονηρό υπονοούμενο: «αγόρασα κάτι αγγούρια
να! -Βοήθειά σου!». γ. ειρωνική έκφραση, όταν αναφερόμαστε σε κάτι που
μπορεί να έχει και κάποιο πονηρό υπονοούμενο και που προλαβαίνουμε να την
πούμε, πριν την καταλογίσει ο συνομιλητής μας σε βάρος μας: «αγόρασα κάτι
αγγούρια, βοήθειά σου, που ήταν ολόφρεσκα». Στην προκειμένη περίπτωση, το
υπονοούμενο είναι το πέος, που παραλληλίζεται με το αγγούρι· βλ. και φρ. βοήθειά
μας(!)·
- δίνω
χέρι βοηθείας, βλ. λ. χέρι·
- η
εξ ύψους βοήθεια, βλ. λ. ύψος·
- καλώ
«βοήθεια», φωνάζω «βοήθεια!»: «όπως έβαφε παραπάτησε και κρεμάστηκε έξω απ’
το μπαλκόνι του και καλούσε «βοήθεια» για να ’ρθουν να τον τραβήξουν επάνω»·
- καλώ
σε βοήθεια, φωνάζω κάποιον ή κάποιους για να με βοηθήσουν σε κάτι: «είχε να
κάνει μια μετακόμιση και κάλεσε σε βοήθεια τους φίλους του»·
- όποιος
λέει την αλήθεια, έχει το Θεό βοήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- περιμένει
την εξ ύψους βοήθεια, βλ. λ. ύψος·
- πρώτη
βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου, βλ. λ. Θεός·
- Σταθμός
Πρώτων Βοηθειών, βλ. φρ. το Πρώτων Βοηθειών·
- το
Πρώτων Βοηθειών, ιατρικό κέντρο, όπου παρέχεται άμεσα η στοιχειώδης ιατρική
περίθαλψη σε τραυματίες ή σε άλλα επείγοντα περιστατικά: «στο Πρώτων Βοηθειών,
έχουν σωθεί πάρα πολλοί άνθρωποι»·
- τον
έστειλε στο Πρώτων Βοηθειών, τον έδειρε τόσο πολύ, που αναγκάστηκε να
ζητήσει ιατρική συνδρομή: «ήταν τόσο νευριασμένος που, όταν τον άρπαξε στα
χέρια του, τον έστειλε στο Πρώτων Βοηθειών»·
- τον
πήρε το Πρώτων Βοηθειών, χτύπησε πολύ, τραυματίστηκε σοβαρά και αναγκάστηκε
να καλέσει το Πρώτων Βοηθειών: «τον χτύπησε άσχημα ένα αυτοκίνητο και τον πήρε
το Πρώτων Βοηθειών».