βόδι,
το, ουσ.
[<μσν. βόιδιν <αρχ. βοΐδιον, υποκορ. του ουσ. βοῦς], το βόδι. 1. ο
πολύ χοντρός, ο παχύσαρκος: «πω πω, για δες απέναντι ένα βόδι, θα βουλιάζει το
πεζοδρόμιο!». 2. (υποτιμητικά) ο αργόστροφος, ο ανόητος, ο βλάκας:
«είναι τόσο βόδι, που πρέπει να του πεις χίλιες φορές κάτι για να καταλάβει» 3.
(υποτιμητικά) ο άξεστος, ο αγροίκος, ο αναίσθητος: «είναι τόσο βόδι, που δεν
ξέρει τι πάει να πει συγνώμη». 4. εκστομίζεται και ως βρισιά: «δε
βλέπεις, ρε βόδι, πού πατάς;». Υποκορ. βοδάκι, το· βλ. και λ. βόιδι.
(Ακολουθούν 16 φρ.)·
- άλλα
μελετούν τα βόδια κι άλλα μελετά ο ζευγάς, α. υπάρχει τέλεια
ασυνεννοησία μεταξύ τους: «δεν υπάρχει περίπτωση να πάει μπροστά αυτή η
επιχείρηση, γιατί άλλα μελετούν τα βόδια κι άλλα μελετά ο ζευγάς». β.
λέγεται και σε περιπτώσεις που υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ πολλών και του
ενός και το υπονοούμενο είναι πως θα γίνεται εκείνο που υποστηρίζει ο ένας λόγω
θέσης ή ισχύος: «οι μαθητές, είδαν τον καιρό καλό κι έχουν ξεσηκωθεί για
εκδρομή, όμως άλλα μελετούν τα βόδια κι άλλα μελετά ο ζευγάς, γιατί ο
διευθυντής έχει διαφορετική γνώμη»·
- αυτός
είναι τρία βόδια δυο ζευγάρια, είναι πολύ ανόητος, πολύ κουτός, πολύ
βλάκας: «ο αδερφός του είναι πανέξυπνο παιδί, αλλά αυτός είναι τρία βόδια δυο
ζευγάρια»·
- έγινα
σαν βόδι, πάχυνα υπερβολικά: «τον τελευταίο καιρό τρώω σαν λύκος κι έγινα
σαν βόδι». Συνών. έγινα σαν βαρέλι / έγινα σαν ντουλάπα / έγινα τόφαλος·
- είναι
σαν βόδι, είναι πολύ χοντρός, παχύσαρκος: «αυτή είναι σαν μπιμπελό, αλλά
έχει έναν άντρα που είναι σαν βόδι»·
- εκεί
που μας χρωστούσανε μας πήραν και το βόδι, όχι μόνο δεν επανορθώθηκε μια
αδικία που έγινε σε βάρος μας αλλά κοντά σε αυτή προστέθηκε και μια δεύτερη:
«ενώ αυτός βγήκε αντικανονικά απ’ τη στροφή κι έπεσε πάνω μου, όχι μόνο δεν το
παραδέχεται, αλλά θέλει να του φτιάξω και τ’ αυτοκίνητό του. Εκεί που μας
χρωστούσανε μας πήραν και το βόδι». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το κατάλαβες
δηλαδή(;)·
- θα
σε βρω και στου βοδιού το κέρατο μέσα να κρυφτείς, δεν υπάρχει μέρος που θα
μπορέσεις να κρυφτείς, χωρίς να σε βρω: «τον έχει τόσο άχτι, που θα τον βρει,
και στου βοδιού το κέρατο μέσα να κρυφτεί»·
- κοιμάται
σαν βόδι ή κοιμάται σαν το βόδι, κοιμάται πάρα πολύ, κοιμάται βαθιά:
«όταν πέσει στο κρεβάτι δε σηκώνεται με τίποτα, γιατί κοιμάται σαν βόδι»·
- λέει
το βόδι ψάρι, τερατολογεί: «μη ζητήσεις απ’ τον τάδε να σου πει πώς έγιναν
τα πράγματα, γιατί λέει το βόδι ψάρι»·
- όσο
κι αν αδυνατίσει το βουβάλι, πάλι για ένα βόδι κάνει, βλ. λ. βουβάλι·
- πάω
για βόδι, έχω τάσεις πάχους, παχαίνω: «έτσι όπως άνοιξε η όρεξή μου, πάω
για βόδι»·
-
πιάνεται απ’ την ουρά του βοδιού και δε βλέπει το βόδι, ασχολείται με τα επουσιώδη
προβλήματα μιας υπόθεσης και παραβλέπει τα σοβαρά και μεγάλα: «δε θα μπορέσει
να βρει λύση στο πρόβλημά του, γιατί πιάνεται απ’ την ουρά του βοδιού και δε
βλέπει το βόδι»·
- σαν
το βόδι στο παχνί, λέγεται
για άβουλο άτομο, για άτομο χωρίς κρίση, που άγεται και φέρεται: «δε γράφτηκα
ποτέ σε καμιά κομματική οργάνωση, γιατί δε θέλω να είμαι σαν το βόδι στο παχνί»·
- τα
βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο τον δένουν απ’ το λόγο του, βλ. λ. άνθρωπος·
- τρώει
ένα βόδι στην καθισιά, τρώει υπερβολικά, είναι αχόρταγος, αδηφάγος: «δεν
μπορεί κανείς να τον παρακολουθήσει στο φαγητό, γιατί τρώει ένα βόδι στην
καθισιά»·
- τρώει
σαν βόδι ή τρώει σαν το βόδι, τρώει με μεγάλη λαιμαργία και σε
ποσότητα, είναι πολύ αχόρταγος: «πώς να μην είναι τόσο χοντρός, αφού τρώει σαν
βόδι». Συνών. τρώει σαν δράκος / τρώει σαν λύκος / τρώει σαν φίδι·
- φάγαμε
το βόδι κι απόμεινε η ουρά (ενν. εδώ θα κολλήσουμε;), θέλουμε
πολύ λίγο ακόμα για να τελειώσουμε εν σχέσει με το μέχρι τώρα έργο που έχουμε
επιτελέσει: «τώρα θα τα παρατήσεις, που φάγαμε το βόδι κι απόμεινε η ουρά;».
Λέγεται συνήθως για να ενθαρρύνουμε κάποιον που νιώθει εξαντλημένος ή
αποθαρρυμένος, τη στιγμή που πλησιάζει να τελειώσει το έργο που έχει αναλάβει. Ο
πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο. Συνών. φάγαμε το γάιδαρο κι
απόμεινε η ουρά.