βλίτο,
το, ουσ.
[<αρχ. βλίτον], είδος φυτού που προσφέρεται σαν σαλάτα· ο ανόητος, ο κουτός,
ο βλάκας: «είναι τόσο βλίτο, που ο καθένας μπορεί να τον ξεγελάσει»·
- δεν
τρώω βλίτα ή δεν τρώμε βλίτα, δεν είμαι αφελής, ευκολόπιστος, δεν
είμαι ανόητος, κουτός, βλάκας: «αν νομίζεις πως μπορείς να με ξεγελάσεις, σε
πληροφορώ πως δεν τρώω βλίτα». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον
εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε
κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο·
- έφαγε
βλίτα, δεν είμαι προσγειωμένος, έχει ψευδαισθήσεις: «μην τον πιστεύεις,
γιατί νομίζω πως πάλι έφαγε βλίτα και λέει ό,τι του κατέβει»·
- τρώει
βλίτα, είναι αφελής, ευκολόπιστος, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «αφού
τρώει βλίτα, μια ζωή όλοι θα τον ξεγελούν και θα τον κοροϊδεύουν». Για συνών. βλ.
φρ. τρώει κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.