βλέπω,
ρ. [<αρχ.
βλέπω], βλέπω. 1. επιτηρώ, προσέχω: «όσο θα λείπεις στη δουλειά, θα
βλέπω εγώ τα παιδιά || σε παρακαλώ, βλέπε μη χυθεί το γάλα». 2α. αντιλαμβάνομαι,
καταλαβαίνω, κατανοώ: «βέβαια, βλέπω πως έχεις δυσκολίες, όμως δεν έχω λεφτά να
σε βοηθήσω». β. καταλαβαίνω, συνειδητοποιώ: «κάθε φορά που βλέπω πως η
κουβέντα πάει για καβγά, ρίχνω τους τόνους για να εκτονωθεί η κατάσταση». γ.
έχω την εντύπωση, θεωρώ, υπολογίζω: «μ’ αυτή την αύξηση του πετρελαίου,
βλέπω πως θα μας έρθουν δύσκολες μέρες». 3. φροντίζω: «από μικρό παιδί
βλέπει ολόκληρη οικογένεια». 4α. (για γιατρούς) είμαι ο θεράποντας
γιατρός κάποιου: «ποιος γιατρός σε βλέπει;». β. εξετάζω κάποιον άρρωστο:
«ποιον βλέπει μέσα ο γιατρός;». 5. ελέγχω: «κάθισε εδώ να βλέπεις ποιος μπαίνει
και ποιος βγαίνει». 6. επισκέπτομαι: «κάθε τόσο πηγαίνω και τον βλέπω
στο γραφείο του». 7. συναντώ: «κάπου κάπου βλεπόμαστε στο μπαράκι της
γειτονιάς μας || καθώς ερχόμουν, είδα τον τάδε στο δρόμο». 8. (γενικά
για θεάματα) παρακολουθώ: «μην τον ενοχλείς τώρα, γιατί βλέπει μπάσκετ στην
τηλεόραση || βλέπει όλα τα καλά κινηματογραφικά έργα». 9. (για άψυχα)
είμαι στραμμένος προς ένα ορισμένο σημείο: «το μπαλκόνι μας βλέπει στη
θάλασσα». 10. στην προστακτ. βλέπε,πρόσεξε: «βλέπε τι λέω
|| βλέπε πώς το κάνω». 11. στο β΄ εν. πρόσ. βλέπεις, από ό,τι
προκύπτει από τα πράγματα, όπως διαπιστώνεις, όπως είναι φανερό: «δεν μπορούσε
να βρει δουλειά· βλέπεις το ένα του χέρι ήταν παράλυτο». (Λαϊκό τραγούδι: βλέπεις
εντάξει σου ξηγιέμαι, πως σε λατρεύω δεν τ’ αρνιέμαι). 12.
στο β΄ εν. πρόσ. σε ερωτηματικό τύπο βλέπεις; εντέλει η εξέλιξη των
πραγμάτων με επιβεβαίωσε, έγιναν ή αποδείχτηκαν όπως υποστήριζα, ενώ εσύ είχες
διαφορετική γνώμη. Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη να
έρχεται και να ακουμπάει στο σημείο του κροτάφου, θέλοντας να υπενθυμίσει στο
συνομιλητή μας όλα αυτά που του λέγαμε ή που υποστηρίζαμε. 13. στο α΄
πλ. πρόσ. βλέπουμε, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως θα αποφασίσουμε
μελλοντικά για αυτό που μας ζητά ή μας προτείνει κάποιος: «θα μου δώσεις τα
λεφτά που σου ζήτησα; -Βλέπουμε || θα ’ρθεις κι εσύ μαζί μας το βράδυ;
-Βλέπουμε»· βλ. και λ. είδα. (Ακολουθούν 191 φρ.)·
- αλλά
βλέπεις ο διάβολος και του Μανόλη η σκούφια… ή αλλά βλέπεις ο διάβολος
κι η σκούφια του Μιχάλη…, βλ. λ. διάβολος·
- άλλο
να τ’ ακούς κι άλλο να το βλέπεις ή άλλο να στο λέω κι άλλο να το
βλέπεις, βλ. λ. άλλος·
- αν
είσαι και ψηλά, βλέπε και χαμηλά, βλ. λ. χαμηλός·
- αρνί
που βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει, βλ. λ. αρνί·
- αυτό
πάλι πώς το βλέπεις; βλ. λ. αυτός·
- βλέπει
Ευρώπη, βλ. λ. Ευρώπη·
- βλέπει
όνειρα, βλ. λ. όνειρο·
- βλέπει
σαν γεράκι, βλ. λ. γεράκι·
- βλέπει
συνέχεια την πλάτη του, βλ. λ. πλάτη·
- βλέπει
τα τρένα να περνούν, βλ. λ. τρένο·
- βλέπει
τα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- βλέπει
το δέντρο και χάνει το δάσος, βλ. λ. δέντρο·
- βλέπει
το ποτήρι μισοάδειο, βλ. λ. ποτήρι·
- βλέπει
το ποτήρι μισογεμάτο, βλ. λ. ποτήρι·
- βλέπει
το ταβάνι, βλ. λ. ταβάνι·
- βλέπει
το τυρί και δε βλέπει τη φάκα, βλ. λ. φάκα·
- βλέπει
το φλιτζάνι, βλ. λ. φλιτζάνι·
- βλέπει
τον άγγελό του, βλ. λ. άγγελος·
- βλέπει
τον καφέ, βλ. λ. καφές·
- βλέπει
φαντάσματα, βλ. λ. φάντασμα·
- βλέπει
φαντάσματα πίσω απ’ τις πόρτες, βλ. λ. πόρτα·
- βλέπεις
πόσα γράφει εδώ; (ενν. χτυπήματα), βλ. λ. γράφω·
- βλέπεις
πόσες γράφει εδώ; (ενν. ξυλιές, μπάτσες), βλ. λ. γράφω·
- βλέπεις
τι γράφει εδώ; βλ. λ. γράφω·
- βλέποντας
και κάνοντας, α. χωρίς προδιαγεγραμμένο σχέδιο, αλλά ανάλογα με αυτό
που θα μας προκύψει θα πράξουμε: «αυτό το παιδί δεν είχε ποτέ πρόγραμμα στη ζωή
του, γιατί πάντα ενεργεί βλέποντας και κάνοντας». β. έκφραση
αβεβαιότητας για την πορεία των ενεργειών μας: «τώρα δεν ξέρω να σου πω τι θα
κάνω, αν μου τύχει αυτό που λες. Βλέποντας και κάνοντας»·
- βλέπω
αφ’ υψηλού, βλ. λ. υψηλός·
- βλέπω
θάλασσα κι ουρανό, βλ. λ. θάλασσα·
- βλέπω
και δε βλέπω, μόλις που βλέπω, βλέπω αμυδρά: «πρέπει ν’ αλλάξω γυαλιά,
γιατί μ’ αυτά που έχω βλέπω και δε βλέπω»·
- βλέπω
καλά; βλ. λ. καλός·
- βλέπω
κατάματα (κάτι), βλ. λ. κατάματα·
- βλέπω
μ’ άλλο μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- βλέπω
μακριά, βλ. λ. μακριά·
- βλέπω
μαύρο τον κόσμο ή βλέπω τον κόσμο μαύρο, βλ. λ. κόσμος·
- βλέπω
με διαφορετικό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- βλέπω
με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- βλέπω
με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- βλέπω
με (τα) χέρια δεμένα ή βλέπω με δεμένα (τα) χέρια, βλ. λ. χέρι·
- βλέπω
με (τα) χέρια σταυρωμένα ή βλέπω με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. λ. χέρι·
- βλέπω
με την άκρη του ματιού μου, βλ. λ. μάτι·
- βλέπω
μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- βλέπω
μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- βλέπω
νερό στην αυλή μου, βλ. λ. νερό·
- βλέπω
όνειρα, βλ. λ. όνειρο·
- βλέπω
όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- βλέπω
παραπέρα, βλ. λ. παραπέρα·
- βλέπω
προκοπή, βλ. λ. προκοπή·
- βλέπω
στ’ όνειρό μου (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. όνειρο·
- βλέπω
στο γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
- βλέπω
στον ύπνο μου (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. ύπνος·
-
βλέπω τη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- βλέπω
τη Δευτέρα Παρουσία, βλ. λ. Δευτέρα Παρουσία·
- βλέπω
τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- βλέπω
τη δουλειά μου, βλ. λ. δουλειά·
- βλέπω
την κηδεία μου, βλ. λ. κηδεία·
- βλέπω
την κόλαση, βλ. λ. κόλαση·
- βλέπω
την πάρτη μου, βλ. λ. πάρτη·
- βλέπω
της γιαγιάς μου το καφεκούτι, βλ. λ. καφεκούτι·
- βλέπω
της γιαγιάς μου το μουνί, βλ. λ. μουνί·
- βλέπω
της γιαγιάς μου το πράμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- βλέπω
της μάνας μου το μουνί, βλ. λ. μουνί·
- βλέπω
της μάνας μου το πράμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- βλέπω
το διάβολό μου, βλ. λ. διάβολος·
- βλέπω
το μνήμα μου, βλ. λ. μνήμα·
- βλέπω
τον άγγελό μου, βλ. λ. άγγελος·
- βλέπω
του κώλου μου την τρύπα, βλ. λ. κώλος·
- βλέπω
φως, βλ. λ. φως·
- βλέπω
φως στην άκρη του τούνελ ή βλέπω φως στο βάθος του τούνελ, βλ. λ. φως·
- γλυκάθηκ’
η γριά στα σύκα, τα βλέπει και στον ύπνο της ή καλόμαθ’ η γριά στα σύκα,
τα βλέπει και στον ύπνο της, βλ. λ. γριά·
- δε
βλέπει μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- δε
βλέπει μπροστά του, βλ. λ. μπροστά·
- δε
βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του, βλ. λ. μύτη·
- δε
βλέπει τη μύτη του, βλ. λ. μύτη·
- δε
βλέπει την τύφλα του, βλ. λ. τύφλα·
- δε
βλέπεις μπροστά σου; βλ. λ. μπροστά·
- δε
βλέπεις την τύφλα σου! βλ. λ. τύφλα·
- δε
βλέπεις το κέρατό σου το δίφορο! ή δε βλέπεις τα κέρατά σου τα δίφορα!
βλ. λ. κέρατο·
- δε
βλέπεις το κέρατό σου το τράγειο! βλ. λ. κέρατο·
- δε
βλέπω άνθρωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- δε
βλέπω ανθρώπου πρόσωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- δε
βλέπω άσπρη μέρα, βλ. λ. μέρα·
- δε
βλέπω Θεού πρόσωπο, βλ. λ. Θεός·
- δε
βλέπω καλό, βλ. λ. καλός·
- δε
βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- δε
βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- δε
βλέπω μπροστά μου απ’ τη νύστα, βλ. λ. νύστα·
- δε
βλέπω μπροστά μου απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- δε
βλέπω (ούτε) τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- δε
βλέπω την ώρα να..., βλ. λ. ώρα·
- δε
βλέπω το γιατί, βλ. λ. γιατί·
- δε
βλέπω το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- δε
βλέπω φως, βλ. λ. φως·
- δε
βλέπω χαΐρι, βλ. λ. χαΐρι·
- δε
θα βλέπω με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα βλέπω με (τα) χέρια δεμένα, βλ. λ. χέρι·
- δε
θα βλέπω με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα βλέπω με (τα) χέρια
σταυρωμένα, βλ. λ. χέρι·
- δε
με βλέπω καλά, βλ. λ. καλός·
- δε
σε βλέπω απ’ τη δίψα, βλ. λ. δίψα·
- δε
σε βλέπω απ’ τη νύστα, βλ. λ. νύστα·
- δε
σε βλέπω απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- δε
σε βλέπω καλά,
βλ. λ. καλός·
- δε
χορταίνει το μάτι σου να βλέπει(ς), βλ. λ. μάτι·
- δε
χορταίνει το μάτι σου να τον (τη) βλέπει(ς), βλ. λ. μάτι·
- δεν
τα βλέπω καλά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν
τη βλέπω εντάξει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν
το βλέπω, δεν είμαι σίγουρος πως θα ανταποκριθώ σε αυτό που μου ζητά ή μου
προτείνει κάποιος: «δεν το βλέπω να σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς, γιατί κι
εγώ περνώ δυσκολίες || θα ’ρθεις το βράδυ μαζί μας στα μπουζούκια; -Δεν το
βλέπω»·
- δεν
το βλέπω καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν
το βλέπω σόι πράμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν
τον βλέπω, έπαψα να συναντώ το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έπαψα να
κάνω παρέα, να συναναστρέφομαι μαζί του: «κάποτε κάναμε παρέα, αλλά τώρα δεν
τον βλέπω». (Λαϊκό τραγούδι: φεύγω, μανούλα μ’, φεύγω, αχ, πάω στην ξενιτιά.
Δώσε μου την ευχή σου, αχ, δε θα σε βλέπω πια)·
- δεν
τον βλέπω καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν
τον βλέπω σόι άνθρωπο, βλ. λ. σόι·
- δεν
τον βλέπω σόι πράμα, βλ. λ. σόι·
- είναι,
βλέπεις…, α. κατανοείς, καταλαβαίνεις, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο:
«θα τον βοηθήσω όσο μπορώ, γιατί είναι, βλέπεις, ο γιος τ’ αδερφού μου». (Λαϊκό
τραγούδι: μα τον λατρεύω κι είναι το φως μου, γιατί ’ναι βλέπεις ο άνθρωπός
μου). β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση με την έννοια δήθεν, τάχα:
«είναι, βλέπεις Ευρωπαίος, και ξέρει καλύτερα από μας τα πράγματα! || του
κάνουν όλα τα χατίρια, γιατί είναι, βλέπεις μορφωμένος ο άνθρωπος, ενώ εμείς
είμαστε ξύλα απελέκητα!»·
- είναι
και Θεός που βλέπει από ψηλά, βλ. λ. Θεός·
- εκείνον
που βλέπει ο παπάς, εκείνον θυμιατίζει, βλ. λ. παπάς·
- εμένα
που με βλέπεις, εμφατική έκφραση αντί του εγώ: «εμένα που με βλέπεις, είμαι
ο γιος του τάδε εφοπλιστή || εμένα που με βλέπεις, έχω βάλει σκοπό να τους
ξεπεράσω όλους»·
- εσύ
να τα βλέπεις ή εσύ να το βλέπεις, εγώ το ήξερα πως τα πράγματα θα
γίνουν έτσι όπως έγιναν, εσύ όμως είχες διαφορετική γνώμη, γι’ αυτό, το
πρόβλημα που δημιουργήθηκε, είναι αποκλειστικά δικό σου, πρέπει να
προβληματίσει ή να παραδειγματίσει εσένα: «σου το ’χα πει απ’ την αρχή να μην
κάνεις δουλειά μαζί του, γιατί δεν είναι τίμιος άνθρωπος. Εσύ να τα βλέπεις,
που τον πίστεψες και σ’ έβαλε στο χέρι». Συνήθως η φρ. κλείνει με το τώρα·
- η
γκαμήλα δε βλέπει τη δική της καμπούρα, βλέπει της αντικρινής της, βλ. λ. γκαμήλα·
- και
κάθεσαι και βλέπεις! βλ. λ. κάθομαι·
- κάνω
πως δε βλέπω, βλ. λ. κάνω·
- κατά
πώς βλέπω τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- με
βλέπω μόνο, βλ. λ. μόνος·
- μήπως
δε βλέπω καλά; βλ. λ. καλός·
- να
μη βλέπω να μην ακούω ή να μην ακούω να μη βλέπω, έκφραση
απηυδισμένου ατόμου από τη ζωή του και γενικά από τη συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντί
του ή μεταξύ τους: «θα πάω να ζήσω μόνος μου σε μια ερημιά, να μην ακούω να μη
βλέπω». Συνήθως η φρ. κλείνει με το κανέναν·
- όνειρα
βλέπεις; βλ. λ. όνειρο·
- όποιος
δε βλέπει πού πατεί, στις λάσπες θε να πέσει, βλ. λ. λάσπη·
- όποιος
διψάει, πηγάδια βλέπει, βλ. λ. πηγάδι·
- όποιος
έχει μάτια, βλέπει, βλ. λ. μάτι·
- όποιος
έχει τα μπακίρια, βλέπει απ’ τα παραθύρια, βλ. λ. μπακίρι·
- όπως
βλέπεις, βλ. λ. όπως·
- όπως
σε βλέπω και με βλέπεις, βλ. λ. όπως·
- όσα
βλέπει η πεθερά, βλ. λ. πεθερά·
- όσο
τον βλέπεις, τον βλέπω ή όσο τον βλέπεις εσύ, τον βλέπω κι εγώ, αρνητική
έκφραση σε άτομο που ψάχνει κάποιον ή που ενδιαφέρεται να μάθει για κάποιον και
μας ρωτάει αν τον βλέπουμε: «ξέρεις πού είναι ο τάδε; -Όσο τον βλέπεις, τον
βλέπω || ξέρεις τι κάνει ο τάδε; -Όσο τον βλέπεις εσύ, τον βλέπω κι εγώ»·
- (πάρε
τώρα αυτά και) για τ’ άλλα βλέπουμε, πάρε τώρα αυτά που σου δίνω και, όσο
για τα υπόλοιπα, θα το συζητήσουμε, θα το σκεφτώ, μπορεί ναι μπορεί και όχι·
- πιάνεται
απ’ την ουρά του βοδιού και δε βλέπει το βόδι, βλ. λ. βόδι·
- που
δε σε βλέπω, δηλώνει υπερβολή σε αυτό που συμβαίνει σε κάποιον: «έχω ένα
πονοκέφαλο που δε σε βλέπω || έχω μια πείνα που δε σε βλέπω || έχω μια δίψα που
δε σε βλέπω || έχω μια νύστα που δε σε βλέπω || έχω μια κούραση που δε σε
βλέπω»·
- πώς
(τα) βλέπεις τα πράγματα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- πώς
τη βλέπεις τη δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
-
σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός, βλ. λ. σπίτι·
- στο
πρόσωπό του βλέπω…, βλ. λ. πρόσωπο·
- τα
βλέπει ασπρόμαυρα, βλ. λ. ασπρόμαυρος·
- τα
βλέπει μαυρόασπρα, βλ. λ. μαυρόασπρος·
- τα
βλέπεις; ή το βλέπεις; εντέλει η εξέλιξη των πραγμάτων με δικαίωσε,
έγιναν ή αποδείχτηκαν όπως υποστήριζα, ενώ εσύ είχες διαφορετική γνώμη:
«εντέλει έπρεπε να σ’ ακούσω, γιατί είχες δίκιο γι’ αυτόν τον παλιάνθρωπο. -Τα
βλέπεις;». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη να έρχεται και
να ακουμπάει στο μέρος του κροτάφου, θέλοντας να υπενθυμίσει στο συνομιλητή μας
όλα αυτά που του λέγαμε ή που υποστηρίζαμε·
- τα
βλέπω (ενν. τα φύλλα σου), (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) διακινδυνεύω
ποντάροντας περισσότερα χρήματα να δω τα φύλλα σου, γιατί πιστεύω πως εγώ έχω
καλύτερο φύλλο και πως εσύ μπλοφάρεις·
- τα
βλέπω όλα ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- τα
βλέπω όλα διπλά, βλ. λ. διπλός·
- τα
βλέπω όλα θολά, βλ. λ. θολός·
- τα
βλέπω όλα μαύρα, βλ. λ. μαύρος·
- τα
βλέπω όλα ρόδινα, βλ. λ. ρόδινος·
- τα
βλέπω όλα στραβά κι ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- τα
βλέπω σκούρα, βλ. λ. σκούρα·
- τα
βλέπω σκούρα τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- της
αρκούδας άμα βγάλεις το χαλκά, βλέπεις αν είναι ήμερη ή άγρια, βλ. λ. αρκούδα·
- της
νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, βλ. λ. νύχτα·
- τι
βλέπουν τα μάτια μου; βλ. λ. μάτι·
- τι
βλέπω; δηλώνει έκπληξη: «τι βλέπω, αγόρασες καινούριο αυτοκίνητο;». Συνήθως
της φρ. προτάσσεται το μπα, πολλές φορές επαναλαμβανόμενο· βλ. και φρ. τι
βλέπουν τα μάτια μου; λ. μάτι·
- το
βλέπει ο ήλιος, (για σπίτια ή χώρους) βλ. λ. ήλιος·
- το
βλέπω, α. το αντιλαμβάνομαι, το καταλαβαίνω, το κατανοώ: «το βλέπω
πως έχεις προβλήματα, αλλά περνώ τέτοιες δυσκολίες κι εγώ, που μου είναι
αδύνατο να σε βοηθήσω». (Λαϊκό τραγούδι: έχω καεί, έχω ψηθεί στα χέρια τα
δικά σου, το βλέπω, θα καταστραφώ, κι όμως να φύγω δεν μπορώ στιγμή από
κοντά σου). β. θεωρώ, υπολογίζω ότι είναι…: «αυτό το σπίτι το βλέπω
να μην έχει φόβο απ’ τους σεισμούς, γιατί έχει πολύ καλή κατασκευή»·
- το
βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το
βλέπω και δεν το πιστεύω, νιώθω μεγάλη έκπληξη για κάτι καλό ή κακό που
αντικρίζω: «κοτζάμ επιστήμονας να κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον αλήτη, το βλέπω και
δεν το πιστεύω || μπράβο σου, αγόρασες κι εσύ αυτοκίνητο, το βλέπω και δεν το
πιστεύω»·
- το
βλέπω μ’ άλλο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το
βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το
βλέπω με κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το
βλέπω με καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το
βλέπω με το κιάλι ή το βλέπω με τα κιάλια, βλ. λ. κιάλι·
- το
βλέπω με ψυχρό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το
βλέπω χλωμό, βλ. λ. χλωμός·
- το
γκαβό πουλί ο Θεός δυο φορές το βλέπει, βλ. λ. πουλί·
- το
ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, βλ. λ. μάτι·
- το
μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, βλ. λ. καρδιά·
- τον
βλέπει μέσ’ στα μάτια, βλ. λ μάτι·
- τον
βλέπει σαν Θεό, βλ. λ. Θεός·
- τον
βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον
βλέπω, τον θεωρώ, τον υπολογίζω: «τον βλέπω ικανό για μεγάλα πράγματα αυτόν
τον άνθρωπο». Συνών. τον έχω·
- τον
βλέπω για την τηλεόραση, βλ. λ. τηλεόραση·
- τον
βλέπω για τις ειδήσεις, βλ. λ. είδηση·
- τον
βλέπω κατάματα, βλ. λ. κατάματα·
- τον
βλέπω μ’ άλλο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον
βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον
βλέπω με κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον
βλέπω με καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον
βλέπω με μισό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον
βλέπω με το κιάλι ή τον βλέπω με τα κιάλια, βλ. λ. κιάλι·
- τον
βλέπω με υποψία, βλ. λ. υποψία·
- τον
βλέπω όλο μπροστά μου, βλ. λ. όλος·
- τον
βλέπω σαν μύγα ή τον βλέπω σαν τη μύγα, βλ. λ. μύγα·
- τον
βλέπω σαν μυρμήγκι ή τον βλέπω σαν το μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- τον
βλέπω σαν κουνούπι ή τον βλέπω σαν το κουνούπι, βλ. λ. κουνούπι·
- τον
βλέπω σαν το χάρο, βλ. λ. χάρος·
- τώρα
βλέπει τα καρότα ανάποδα, βλ. λ. καρότο·
- τώρα
βλέπει τα ραδίκια ανάποδα, βλ. λ. ραδίκι·
- τώρα
βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραδίκια, βλ. λ. ραδίκι·
- τώρα
βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραπανάκια, βλ. λ. ραπανάκι·
- χαίρεται
το μάτι σου να βλέπει(ς), βλ. λ. μάτι.