βλέμμα,
το, ουσ.
[<αρχ. βλέμμα <βλέπω], το βλέμμα. (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- αγκαλιάζω
με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), βλέπω κάποιον ή κάτι με μεγάλο
ενδιαφέρον και σε όλο του το σύνολο: «του έκανε τόση εντύπωση μόλις μπήκε η
τάδε μέσα, που αμέσως την αγκάλιασε με το βλέμμα του»·
- άδειο
βλέμμα, το ανέκφραστο ή αυτό που δεν έχει ζωντάνια: «όσο μιλούσε ο άλλος,
τον κοιτούσε με το άδειο βλέμμα του και δεν έλεγε κουβέντα»·
- ακολουθώ
με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), βλέπω κάποιον ή κάτι ενώ κινείται:
«μόλις βγήκε ο τάδε απ’ το μπαράκι, τον ακολούθησα με το βλέμμα μου, μέχρι που
έστριψε στη γωνία || ακολούθησα με το βλέμμα μου τ’ αυτοκίνητο, μέχρι που
χάθηκε στο βάθος του δρόμου»·
- θολό
βλέμμα, α. λέγεται για το βλέμμα εκείνου του ανθρώπου που τα μάτια
του είναι υγρά από συγκίνηση: «τη στιγμή του αποχωρισμού τους τον κοιτούσε με
θολό βλέμμα». β. που δεν είναι εκφραστικό: «με κοιτούσε με θολό βλέμμα
και δεν μπορούσα να τον ψυχολογήσω»·
- καρφώνω
το βλέμμα μου (σε κάποιον ή σε κάτι), κοιτώ επίμονα κάποιον ή κάτι: «μόλις
μπήκε μέσα η τάδε, κάρφωσα το βλέμμα μου απάνω της και προσπαθούσα να θυμηθώ
πού την είχα ξαναδεί»·
- κατεβάζω
το βλέμμα ή κατεβάζω το βλέμμα μου, βλ. φρ. χαμηλώνω το βλέμμα·
- καυτό
βλέμμα, που διακατέχεται από έντονο πάθος, που είναι προκλητικό: «την
κοίταξε μ’ ένα τόσο καυτό βλέμμα, που η γυναίκα ένιωσε άσχημα»·
- κάτω
απ’ το βλέμμα μου, υπό την επίβλεψή μου: «όλη τη μέρα δούλευε κάτω απ’ το
βλέμμα μου κι απόδωσε μια χαρά»·
- λοξό
βλέμμα, βλ. φρ. πλάγιο βλέμμα·
- μακριά
απ’ του Θεού το βλέμμα ή μακριά απ’ το βλέμμα του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- πλάγιο
βλέμμα, βλέμμα με την άκρη του ματιού ως ένδειξη απειλής, περιφρόνησης,
εχθρότητας ή καχυποψίας: «του ’ριξε ένα πλάγιο βλέμμα κι ο άλλος μαζεύτηκε στη
θέση του»·
- ρίχνω
ένα βλέμμα, κοιτάζω βιαστικά, ρίχνω μια βιαστική ματιά: «έριξα ένα βλέμμα
στο μπαράκι μήπως και δω το φίλο μου»·
- ρίχνω
το βλέμμα μου, βλέπω, κοιτάζω, ιδίως αυστηρά: «όπου ρίχνω το βλέμμα μου,
κάθονται αμέσως όλοι σούζα»·
- στυλώνω
το βλέμμα μου (σε κάποιον, κάπου ή σε κάτι), κοιτώ επίμονα κάποιον ή κάτι
και σε διάρκεια: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που, μόλις μπήκε μέσα, στύλωσαν
όλοι το βλέμμα τους απάνω της»·
- το
βλέμμα που σκοτώνει, βλέμμα διαπεραστικό, που καθηλώνει, που φέρνει μεγάλη
αμηχανία ή σεξουαλική υπερδιέγερση σε εκείνον που πέφτει επάνω του: «όπου και
να ρίξει το βλέμμα του, γίνεται μεγάλη ταραχή, γιατί έχει το βλέμμα που
σκοτώνει || μόλις της έριξε το βλέμμα που σκοτώνει, έχασε τα λόγια της η άλλη»·
- τον
καρφώνω με το βλέμμα μου, τον κοιτώ επίμονα και συνήθως με άγριο,
επιτιμητικό ή υποτιμητικό τρόπο: «μόλις τέλειωσε το πρόστυχο ανέκδοτο, τον
κάρφωσα με το βλέμμα μου, αλλά αυτός έκανε πως δεν κατάλαβε»·
- τραβάει
το βλέμμα, το άτομο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, προσελκύει για
κάποιο λόγο το βλέμμα του ανθρώπου: «είναι τόσο όμορφη γυναίκα, που τραβάει
αμέσως το βλέμμα || έχει μια αυτοκινητάρα, που απ’ όπου κι αν περάσει τραβάει
το βλέμμα»·
- υπό
το βλέμμα μου, βλ. συνηθέστ. κάτω απ’ το βλέμμα μου·
-
φαρμακερό βλέμμα, που
είναι γεμάτο από έχθρα, από μίσος: «του ’ριξε τέτοιο φαρμακερό βλέμμα, που ο
άλλος πάγωσε απ’ το φόβο του»·
- φονικό
βλέμμα, που είναι όλο μίσος, όλο κακία: «μου ’ριξε ένα φονικό βλέμμα, που
μ’ έκανε να χάσω τα λόγια μου»·
- χαμηλώνω
το βλέμμα ή χαμηλώνω το βλέμμα μου, κοιτώ προς τα κάτω από σεβασμό,
ντροπή ή υποταγή: «μόλις είδα τον παππού του φίλου μου, χαμήλωσα το βλέμμα μου
και τον χαιρέτησα ευγενικά || μόλις αποκαλύφθηκε το ψέμα μου, χαμήλωσα το
βλέμμα και δεν ήξερα τι να πω || κάθε φορά που βλέπω τ’ αφεντικό μου, χαμηλώνω
το βλέμμα μου και προσπερνώ διακριτικά»·
- χάρισέ
μου ένα βλέμμα, βλ. φρ. χάρισέ μου μια ματιά, λ. ματιά.