βλακεία,
η, ουσ.
[<αρχ. βλακεία]. 1. η ιδιότητα του βλάκα: «η βλακεία του δεν
περιγράφεται! || μήπως περίμενες να ενεργήσει σωστά με τη βλακεία που έχει;». 2.
συνήθως στον πλ. οι βλακείες, πράξεις, ενέργειες ή λόγια ανόητα, χαζά:
«μα τι βλακείες είναι αυτές!»·
- αν
ήταν η βλακεία κέντημα, θα ’χε κάνει την προίκα του, βλ. λ. κέντημα·
- απαλλάσσεσαι
λόγω βλακείας, ειρωνική ή επιτιμητική έκφραση με την οποία συγχωρούμε
κάποιον, επειδή λόγω μειωμένης νοημοσύνης δεν έχει συναίσθηση των πράξεών του:
«ό,τι και να σου πω, ρε παιδάκι μου, δε θα μπορέσεις να καταλάβεις το κακό που
μου ’χεις κάνει, γι’ αυτό απαλλάσσεσαι λόγω βλακείας»·
- βλακεία
που τον δέρνει! ή τον δέρνει μια βλακεία! είναι πολύ βλάκας: «με τη
βλακεία που τον δέρνει πώς θέλεις να προκόψει στη ζωή του;». Πολλές φορές, η
φρ. κλείνει με το μα τι βλακεία(!)·
- βλακεία
το ανάγνωσμα ή βλακείες το ανάγνωσμα, βλ. λ. ανάγνωσμα·
- είναι
καλός μέχρι βλακείας, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι τόσο καλό,
που το εκμεταλλεύονται όλοι: «είπαμε να ’ναι καλός ο άνθρωπος, αλλά αυτός το
παράκανε, ρε παιδάκι μου, γιατί είναι καλός μέχρι βλακείας!»·
- κάνω
βλακεία ή κάνω βλακείες, κάνω ανοησία, ανοησίες: «πάψε να κάνεις
βλακείες, γιατί δε σε αντέχω άλλο»·
- κάνω
τη βλακεία, (ιδ. για άντρα) παντρεύομαι: «επειδή σε πήραν τα χρόνια, σε
συμβουλεύω να κάνεις κι εσύ τη βλακεία, γιατί σε λίγο δε θα σε θέλει καμιά
γυναίκα»·
- λέω
βλακεία ή λέω βλακείες, λέω ανοησία, ανοησίες: «πάψε να λες
βλακείες, γιατί θα σε βγάλω έξω»·
- πήρε
όσκαρ βλακείας, βλ. λ. όσκαρ·
- φόρος
βλακείας, βλ. λ. φόρος.