βλάκας,
ο, ουσ.
[<αρχ. βλάξ]. α. αυτός που έχει μειωμένη εξυπνάδα, χαμηλό διανοητικό
επίπεδο, ο ηλίθιος, ο χαζός: «είναι βλάκας ο άνθρωπος και δεν καταλαβαίνει
εύκολα αυτό που του ζητάς να κάνει». β. απευθύνεται και με μειωτική
διάθεση ή εκστομίζεται και ως βρισιά: «φύγε από μπροστά μου, ρε βλάκα, γιατί δε
βλέπω τι γίνεται! || ουστ από δω, βλάκα!». (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- αν
δεν υπήρχαν οι βλάκες δε θα υπήρχαν τα δικαστήρια, οι διαφορές των ανθρώπων
πρέπει να λύνονται, να διευθετούνται πολιτισμένα, με αμοιβαίες υποχωρήσεις·
- βλάκας
από κούνια, ο εκ γενετής βλάκας και ως εκ τούτου ο πολύ μεγάλος βλάκας:
«μην τον παρεξηγείς τον άνθρωπο, γιατί είναι βλάκας από κούνια»·
- βλάκας
είμαι; (ρητορική ερώτηση) δεν είμαι καθόλου βλάκας: «βλάκας είμαι να μην
πάω σ’ αυτό το ταξίδι, μια και όλα τα έξοδα είναι πληρωμένα;». Πολλές φορές της
φρ. προτάσσεται το καλά.·
- βλάκας
με δίπλωμα, βλ. φρ. βλάκας με πατέντα·
- βλάκας
με λοφίο, βλ. φρ. βλάκας με περικεφαλαία·
- βλάκας
με πατέντα, κατά γενική διαπίστωση, αναμφίβολα, ο αναγνωρισμένος βλάκας:
«είσαι βλάκας με πατέντα»· βλ. και λ. πατέντα·
- βλάκας
με περικεφαλαία, μεγάλος βλάκας, αναμφισβήτητα βλάκας: «δεν είσαι μόνο
βλάκας, αλλά είσαι βλάκας με περικεφαλαία»·
- βλάκας
παντός καιρού, ο πολύ μεγάλος, ο αδιόρθωτος βλάκας: «δεν έχει γιατρειά
αυτός, γιατί είναι βλάκας παντός καιρού»·
- βλάκας
στο τετράγωνο, ο πολύ μεγάλος βλάκας: «αποκλείεται να καταλάβει αυτό που
του λες, γιατί είναι βλάκας στο τετράγωνο»·
- γκραν
βλάκας, ο μεγάλος βλάκας: «όσες φορές και να του πεις κάτι, δεν το
καταλαβαίνει, γιατί είναι γκραν βλάκας»·
- είναι
ένας βλάκας και μισός, είναι πολύ μεγάλος βλάκας, (που είναι, δηλαδή, ένας
βλάκας, συν ακόμη άλλος μισός): «δεν καταλαβαίνει τίποτα απ’ ό,τι του λες,
γιατί είναι ένας βλάκας και μισός». Ίσως από αναφορά στην ελληνική ταινία Ένας
βλάκας και μισός, που γυρίστηκε το 1959 από τον Γιάννη Νταλ Δαλιανίδη· βλ.
και λ. κουτοθωμάς·
- έξυπνος
βλάκας, (ειρωνικά) λέγεται για άτομο που, παρ’ όλη τη βλακεία του, έχει
κάπου κάπου και εκλάμψεις εξυπνάδας·
- κάνω
το βλάκα, βλ. φρ. παριστάνω το βλάκα·
- ο
βλάκας μπορεί να σου κάνει μεγαλύτερο κακό από έναν κακό, και αυτό συμβαίνει, γιατί ο
βλάκας δεν καταλαβαίνει, δεν έχει συναίσθηση των πράξεών του·
- οι
βλάκες είναι αήττητοι, οι βλάκες ποτέ δε θα πάψουν να υπάρχουν: «οι βλάκες
είναι αήττητοι, αγόρι μου, γιατί είναι σαν τη Λερναία Ύδρα! Έναν καθαρίζεις,
δυο παρουσιάζονται»·
-
παριστάνω το βλάκα, προσποιούμαι
ότι δεν καταλαβαίνω, ότι δεν ξέρω κάτι: «όσο και να παριστάνεις το βλάκα, αυτή
τη δουλειά θα την τελειώσεις και θα πεις κι ένα τραγούδι»·
- τους
βλάκες με την κοσά να τους θερίζεις, πάλι δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια
της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα·
- τωνε
βλακών ο βλάκας, ο πιο βλάκας από όλους τους βλάκες: «όχι μόνο είναι
βλάκας, αλλά είναι τωνε βλακών ο βλάκας».