βίτσα,
η, ουσ.
[<μσν. βίτσα <σλαβ. vitsa <λατιν. vitea], λεπτό και ευλύγιστο κλαδί
δέντρου ή θάμνου καθαρισμένο από τα φύλλα του ή και τη φλούδα του, που τα
παλιότερα χρόνια αποτελούσε όργανο τιμωρίας των άτακτων μαθητών από το δάσκαλο
αλλά και από τους γονείς·
- βίτσα
που σου χρειάζεται! με αυτά που κάνεις είσαι άξιος τιμωρίας με ξυλοδαρμό,
αξίζει να τιμωρηθείς με σκληρό, με παραδειγματικό τρόπο: «βίτσα που σου
χρειάζεται για όλες αυτές τις βλακείες που κάνεις!». Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το μωρέ. Για συνών. βλ. φρ. βρεγμένη σανίδα που σου
χρειάζεται! λ. σανίδα·
- τις
άρπαξε με τη βίτσα, έφαγε
ξύλο με τη βίτσα, ιδίως από τους γονείς του, αλλά και από το δάσκαλο: «επειδή
έβαλε χέρι στο γλυκό, τις άρπαξε με τη βίτσα απ’ τη μάνα του || επειδή τον είδε
ο δάσκαλος που ενοχλούσε το συμμαθητή του, τις άρπαξε με τη βίτσα». Συνών. τις
άρπαξε με τη βέργα / τις άρπαξε με την παντόφλα / τις άρπαξε με το ζωνάρι / τις
άρπαξε με το ζωστήρα / τις άρπαξε με το λουρί·
- τις
έφαγε με τη βίτσα, βλ.
φρ. τις άρπαξε με τη βίτσα.