βιος,
ο, κ. βιο,
το, ουσ. [<αρχ. βίος], η κινητή ή ακίνητη περιουσία κάποιου, η υλική
αφθονία, ο πλούτος που κατέχει κάποιος: «με τη σκληρή δουλειά, απόκτησε μεγάλο
βιο || έχασε όλο το βιος του στα χαρτιά || του ’φαγαν το βιο του οι διάφορες
παρδαλές». (Λαϊκό τραγούδι: κάλλιο να πνίγει τη σοδειά μου ο Πηνειός, κάλλιο
χαλάζια και βροχές να τη θερίζουν, για να η βλέπω να μ’ αρπάζουνε το βιος,
οι τσιφλικάδες που τη γη δεν την ορίζουν //και νάνι του στην αγκαλιά
νανούριζες το γιο, να δω αφέντη το ραγιά και με δικό του βιο)·
- ελάτ’
εσείς οι γνωστικοί να φάτε του τρελού το βιος, λέγεται σε περιπτώσεις
εκμετάλλευσης αδύναμων ανθρώπων·
- σαν
να μην ξέρω το βιος μου! λέγεται με παράπονο, όταν η βοήθεια που ζητάμε από
ένα οικείο ή συγγενικό πρόσωπο δεν πραγματοποιείται, αν και ήμασταν ήδη
σίγουροι πως δεν υπήρχε ελπίδα να πραγματοποιηθεί, γιατί γνωρίζουμε καλά το
ποιόν αυτού του ατόμου·
- το
βιος παντρεύει το στοιχειό, δεν υπάρχει πρόβλημα για το άσχημο άτομο να
παντρευτεί, όταν είναι πλούσιο: «όσο άσχημη κι αν είναι, με τα πλούτη που έχει
ο πατέρας της δε θ’ αργήσει να την παντρέψει, γιατί το βιος παντρεύει
στοιχειό». Συνήθως αναφέρεται για γυναίκα.