βιολί,
το, ουσ.
[<βενετ. violin], το βιολί. 1α. (στη γλώσσα της αργκό) η επίμονη ενασχόληση
με κάτι, η μονομανία, το χόμπι: «αμάν, αυτό το βιολί, κάθε βράδυ στα
μπουζούκια! || τι βιολί που του κόλλησε ξαφνικά με τη συλλογή των
γραμματοσήμων!». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάψεις να ’σ’ επίμονο κι αγύριστο
κεφάλι, της ασωτίας το βιολί σε άκρη δε θα βγάλει). β. επαναλαμβανόμενη
μέθοδος, τακτική, επαναλαμβανόμενο μέσο για εξαπάτηση: «άσε το βιολί, γιατί μια
φορά την πάτησα!». 2. στον πλ. τα βιολιά, οι βιολιστές ή κέντρο
διασκεδάσεως με ορχήστρα που αποτελείται αποκλειστικά από βιολιά: «το βράδυ
πήγαμε και διασκεδάσαμε στα βιολιά». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, πού είναι εκείνα
τα παλιά κι εκείνη η νοστιμάδα, που εγλεντούσα με βιολιά κι όλο με
αμαξάδα)· βλ. και λ. βιόλα. Υποκορ. βιολάκι, το. (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- άλλα
βιολιά τώρα ή άλλο βιολί τώρα, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος
ενεργεί ή συμπεριφέρεται διαφορετικά από ό,τι συνήθως ενεργούσε ή
συμπεριφερόταν: «όποιος μου κλαιγόταν, του ’δινα δανεικά, αλλά επειδή δεν
άκουσα ποτέ ευχαριστώ από κανέναν, άλλα βιολιά τώρα και τα δανεικά κομμένα»·
- αλλάζω
βιολί, ενεργώ, συμπεριφέρομαι διαφορετικά από ό,τι προηγουμένως προς το
καλό ή προς το κακό: «όταν βλέπω πως δε με υπολογίζει κάποιος, αλλάζω βιολί και
του συμπεριφέρομαι ανάλογα». (Λαϊκό τραγούδι: θα τ’ αλλάξω το βιολί θα
ρεφάρω κι όπως πριν θα ’μαι στην πένα, θα τ’ αλλάξω το βιολί, και θα ντρέπομαι
πολύ να πονώ για μια γυναίκα σαν και σένα).Συνών. αλλάζω
δρόμο (α) / αλλάζω σκοπό / αλλάζω τακτική·
- αν
ήταν η ψωλή βιολί, θα ’ταν όλοι μουσικοί, βλ. λ. ψωλή·
- αν
ήταν το μουνί βιολί, θα το είχανε πολλοί, βλ. λ. μουνί·
- αρχίζω
το ίδιο βιολί, βλ. φρ. βαράω το ίδιο βιολί. (Λαϊκό τραγούδι: βρε
Παντελή, βρε Παντελή, ξανά μανά μου άρχισες το ίδιο το βιολί)·
- βαράω
το βιολί μου, α. συνεχίζω ανεπηρέαστος την εργασία μου: «ό,τι και να
γίνεται, αυτός βαράει το βιολί του». β. επιμένω στα ίδια λόγια,
επαναλαμβάνω τα ίδια λόγια: «ύστερα από τόσες πιέσεις, εξακολουθεί να βαράει το
βιολί του»·
- βαράω
το ίδιο βιολί, α. εξακολουθώ να ασχολούμαι με την ίδια εργασία που
έκανα και παλιότερα: «έχω να τον δω πολύ καιρό, αλλά, απ’ ό,τι ξέρω, είναι πάλι
στα λεμονάδικα και βαράει το ίδιο βιολί». β. επιμένω συνέχεια στα ίδια
λόγια, επαναλαμβάνω συνέχεια τα ίδια λόγια: «έφαγε τόσο ξύλο στην Ασφάλεια κι
αυτός ακόμα βαράει το ίδιο βιολί». γ. επιμένω, εμμένω στην αρχική μου
άποψη: «του φέραμε ένα σωρό χειροπιαστές αποδείξεις, όμως αυτός δεν αλλάζει
γνώμη κι επιμένει να βαράει το ίδιο βιολί»·
- δεν
ξέρω τι βιολί βαράει, δεν ξέρω με τι καταγίνεται, με τι ασχολείται στη ζωή
του, δεν ξέρω ποια είναι η κοινωνική ή οικονομική του κατάσταση: «φαίνεται
δραστήριος άνθρωπος, αλλά στην πραγματικότητα δεν ξέρω τι βιολί βαράει»· δεν
ξέρω τι είδους άνθρωπος είναι, ποιο είναι το ποιόν του: «με μια πρώτη ματιά
φαίνεται καλός άνθρωπος, στην πραγματικότητα όμως δεν ξέρω τι βιολί βαράει».
Συνών. δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει / δεν ξέρω τι ρόλο παίζει / δεν ξέρω τι
ώρες κάνει·
- εγώ
τι βιολί βαράω! έκφραση δυσαρέσκειας ή δυσφορίας από άτομο που, ενώ έχει υπό
τη δικαιοδοσία του κάποιον ορισμένο κύκλο εργασιών, παραγκωνίζεται συστηματικά
και όλοι αναφέρονται σε κάποιο άλλο άτομο: «καλά, ρε παιδιά, εγώ τι βιολί βαράω
σ’ αυτό το εργοστάσιο κι όλοι ζητάνε άδεια απ’ τον τάδε!». Συνών. εγώ τι
καπνό φουμάρω! / εγώ τι ρόλο παίζω! / εγώ τι ώρες κάνω(!)·
- εγώ
τι βιολί βαράω; ποια είναι η θέση μου, το πόστο μου, η ουσιαστική μου
συμμετοχή, η ουσιαστική μου συμβολή στη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση(;); «ο
ένας ανέλαβε τη διοίκηση προσωπικού, ο άλλος ανέλαβε τις παραγγελίες, εγώ, ρε
παιδιά, τι βιολί βαράω;». Συνών. εγώ τι καπνό φουμάρω; / εγώ τι ρόλο παίζω;
/ εγώ τι ώρες κάνω(;)·
- εδώ
μπαίνουν τα βιολιά, ειρωνική έκφραση σε κάποιον που αντιλαμβανόμαστε πως
προσπαθεί να μας εντυπωσιάσει με τα λόγια του: «ήταν μια πανέμορφη γυναίκα και
μόλις της ζήτησα να τα φτιάξουμε δέχτηκε με το πρώτο. -Εδώ μπαίνουν τα βιολιά».
Από το ότι η ομαδική είσοδος των βιολιών σε μια συμφωνική εκτέλεση είναι
εντυπωσιακή·
- η
κοιλιά μου παίζει βιολί, βλ. λ. κοιλιά·
- θα
κρατήσει πολύ ακόμη αυτό το βιολί; βλ. φρ. πού θα πάει αυτό το βιολί(;)·
- κακό
βιολί, κατάσταση ή συνήθεια που εγκυμονεί κινδύνους ή που προκαλεί
δυσφορία: «είναι πολύ κακό βιολί τα ναρκωτικά || τι κακό βιολί κάθε μεσημέρι να
’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών!». (Λαϊκό τραγούδι: κακό βιολί αρχίσαμε,
βρε μάγκισσα που λες, τον τσακωμό τον πήραμε θαρρώ σχοινί γαϊτάνι)·
- κι
αυτός το βιολί του, α. εξακολουθεί να ασχολείται ανεπηρέαστος με
αυτό που τον ευχαριστεί: «εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός το βιολί του». β.
επιμένει στο ίδιο πράγμα, επαναλαμβάνει συνέχεια τα ίδια λόγια χωρίς να
επηρεάζεται από τίποτα, βαράει το ίδιο βιολί: «του φέραμε ένα σωρό αποδείξεις
για την αθωότητά μας κι αυτός το βιολί του, πως είμαστε τάχα ένοχοι»· βλ. και
φρ. ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του·
- κι
εμείς τι βιολί βαράμε! γιατί δεν υπολογίζεις στην παρουσία μας, στην ύπαρξή
μας, στη δυνατότητα ή στην ικανότητά μας να πραγματοποιήσουμε κάτι ή να
βοηθήσουμε σε κάτι που έχεις ανάγκη: «αν δε βρω αυτά τα λεφτά μέχρι το τέλος
της βδομάδας χάθηκα . -Κι εμείς τι βιολί βαράμε! || δεν παίρνει μπρος τ’
αυτοκίνητό μου και δεν ξέρω τι έχει. -Κι εμείς τι βιολί βαράμε!». Συνήθως η φρ.
κλείνει με το εδώ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό
του. Συνών. κι εμείς τι καπνό φουμάρουμε! / κι εμείς τι ρόλο παίζουμε! / κι
εμείς τι ώρες κάνουμε(!)·
- ό,τι
και να γίνει, αυτός το βιολί του, α. δεν επηρεάζεται από τίποτα και
εξακολουθεί να ασχολείται απερίσπαστος με αυτό που τον ευχαριστεί: «σεισμός να
γίνει, καταποντισμός να γίνει, ό,τι και να γίνει αυτός, το βιολί του». β.
δεν αλλάξει γνώμη με τίποτα και εμμένει στην αρχική του απόφαση: «κάναμε τα
πάντα να του αλλάξουμε γνώμη, τι άλλο να γίνει! Ό,τι και να γίνει, αυτός το
βιολί του». γ. δεν ενδιαφέρεται καθόλου για όσα κακά συμβαίνουν γύρω
του: «υπάρχει τόση δυστυχία γύρω του και καθημερινά παίζονται τόσα δράματα,
αλλά, ό,τι και να γίνει, αυτός το βιολί του». Συνών. ό,τι και να γίνει,
αυτός το χαβά του·
- πάω
στα βιολιά ή πηγαίνω στα βιολιά, συνηθίζω να πηγαίνω για διασκέδαση
σε κέντρα, όπου η ορχήστρα αποτελείται από βιολιά, από βιολιστές: «εσένα σ’
αρέσει να πηγαίνεις στα μπουζούκια, εμένα όμως μ’ αρέσει να πηγαίνω στα βιολιά»·
- πού
θα πάει αυτό το βιολί; έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου, που
θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για εξυπηρέτηση, που
θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη συμπεριφορά του ή που είναι
ενοχλημένος από πράξη ή κατάσταση που επαναλαμβάνεται συστηματικά: «που θα πάει
αυτό το βιολί να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και να μου ζητάς δανεικά; || που
θα πάει αυτό το βιολί να παρατάς κάθε τόσο την οικογένειά σου και να τρέχεις με
τις παρδαλές στα μπουζούκια; || πού θα πάει αυτό το βιολί κάθε μεσημέρι, την ώρα
που πάω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών!». Πολλές φορές,
της φρ. προτάσσεται το α ή το δε μου λες. Συνών. πού θα πάει
αυτή η βιόλα; / πού θα πάει αυτή η δουλειά; / πού θα πάει αυτή η κατάσταση /
πού θα πάει αυτός ο χαβάς; / πού θα πάει η βαλίτσα(;)·
- πρώτο
βιολί, α. ο αρχιεργάτης: «τον έχω στη δουλειά μου πρώτο βιολί». Από
το ότι σε μια ορχήστρα ως πρώτο βιολί ορίζεται ο πιο ικανός, ο πιο δεξιοτέχνης.
β. αυτός που παίζει το σπουδαιότερο ρόλο σε μια υπόθεση, αυτός που έχει
το πρόσταγμα: «μετά τον υπουργό, το πρώτο βιολί σ’ αυτό το υπουργείο, είναι ο
τάδε»·
- τι
βιολί βαράει; α. με τι καταγίνεται, με τι ασχολείται στη ζωή του,
ποια είναι η κοινωνική ή οικονομική του κατάσταση(;): «φαίνεται δραστήριος
άνθρωπος, αλλά τι βιολί βαράει;». β. τι είδος άνθρωπος είναι, ποιο είναι
το ποιόν του(;): «φαίνεται καλός άνθρωπος, αλλά τι βιολί βαράει;». Συνών. πώς
μετράει; / τι καπνό φουμάρει; / τι ρόλο παίζει; / τι ώρες κάνει(;)·
- τι
βιολί είν’ αυτό! βλ. φρ. τι βιόλα είν’ αυτή! λ. βιόλα·
- το
βιολί βιολάκι, επιμονή στην ίδια αντίληψη, στην ίδια τακτική, στην ίδια
νοοτροπία, ιδίως αρνητική: «όλοι του λέμε πως το κάπνισμα βλάπτει την υγεία,
αλλ’ αυτός το βιολί βιολάκι», δηλ. εξακολουθεί να καπνίζει. (Λαϊκό τραγούδι: σήκω
εσύ να κάτσω εγώ, σώπα εσύ να πω εγώ, φύγ’ εσύ να μείνω εγώ και το βιολί
βιολάκι).