βιόλα2,
η, ουσ.
[<λατιν. viola], το λουλούδι βιολέτα.
(Τραγούδι: μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες, μαραμένα και τα γιασεμιά)·
- είμαστ’
όλες ένα μάτσο βιόλες! ειρωνική ή χαϊδευτική αναφορά στην παρέα μας ή σε ομάδα
ομοφυλόφιλων. Πολλές φορές, η φρ. συνεχίζεται με το οι μισές χαμούρες κι οι
άλλες μισές καριόλες. Συνήθως, στην αναφορά των ομοφυλόφιλων, συνοδεύεται
από διάφορες γυναικείες χειρονομίες και με φωνή που μιμείται τη γυναικεία.