βίντεο,
το, άκλ. ουσ.
[<λατιν. video (=βλέπω)], το βίντεο·
- διώξε
το βίντεο, (στη γλώσσα της τηλεόρασης) βλ. φρ. να φύγει το βίντεο·
-
δώσε το βίντεο, (στη
γλώσσα της τηλεόρασης) βλ. φρ. να φύγει το βίντεο·
- να
φύγει το βίντεο, (στη
γλώσσα της τηλεόρασης) βάλε τη βιντεοταινία να παίζει, να προβληθεί η
βιντεοταινία: «αμέσως μετά από τη ζωντανή μετάδοση του λόγου του πρωθυπουργού,
να φύγει το βίντεο με τα έργα της κυβέρνησης»·
- κινέζικο
βίντεο, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το χασίσι: «κάθε φορά που πετυχαίνει
κινέζικο βίντεο, είναι όλο χαρά»·
- τραβώ
βίντεο ή τραβώ σε βίντεο, βιντεοσκοπώ: «τράβηξα βίντεο όλες τις
ενδιαφέρουσες στιγμές της εκδρομής μας || τράβηξαν σε βίντεο όλο το μυστήριο
του γάμου μου».