βίζιτα,
η, ουσ.
[<ιταλ. visita], η βίζιτα. 1α. η επίσκεψη σε πόρνη: «όταν δεν έχει
γκόμενα, να ’ναι καλά η βίζιτα για να ξεχαρμανιάζει!». β. τα χρήματα που
απαιτούνται για να επισκεφθεί κανείς μια πόρνη: «πόση βίζιτα παίρνει;». γ.
η ίδια η πόρνη που δέχεται την επίσκεψη: «μη τη βλέπεις χαμηλοβλεπούσα, είναι
βίζιτα με πατέντα». Δεν είναι υποχρεωτικό η γυναίκα που κάνει βίζιτες να είναι
εξ επαγγέλματος πόρνη. Πολλές γυναίκες κάνουν βίζιτες περιστασιακά για να
καλύψουν διάφορες ανάγκες τους, προσωπικές ή οικογενειακές. δ. εκστομίζεται
και ως βρισιά σε γυναίκα: «έλα δω, μωρή βίζιτα, γιατί με κουτσομπολεύεις;». 2.
(γενικά) φιλική ή ιατρική επίσκεψη: «ο κουμπάρος μου του Αγίου Νικολάου, δέχεται
πολλές βίζιτες || είναι πολύ καλός γιατρός και δέχεται πολλές βίζιτες»·
- αρμένικη
βίζιτα, επίσκεψη σε φιλικό περιβάλλον που διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα
και για το λόγο αυτό γίνεται φορτική, ενοχλητική: «ήρθε να μας δει για λίγο κι
έγινε αρμένικη βίζιτα». Από το ότι, τουλάχιστο σε παλιότερες εποχές, οι
Αρμένηδες, όταν επισκέπτονταν φιλικά τους σπίτια, κάθονταν με τις ώρες·
- βγάζω
στη βίζιτα, (για άντρες), οδηγώ γυναίκα στην πορνεία, ιδίως για να την
εκμεταλλεύομαι: «όποια γκόμενα πιάνει, τη βγάζει στη βίζιτα». Συνών. βγάζω
στο επάγγελμα (α, β) / βγάζω στο κλαρί (α, γ) / βγάζω στο κουρμπέτι (γ, δ) /
βγάζω στο μεϊντάνι (β, γ)·
- βγαίνω
στη βίζιτα, (για γυναίκες), εκδίδομαι επί χρήμασι, γίνομαι πόρνη: «δεν
ξεγελιέται με έρωτες και παραμύθια, γιατί από μικρή βγήκε στη βίζιτα». Συνών. βγαίνω
στο επάγγελμα (α, β) / βγαίνω στο κλαρί (γ, δ) / βγαίνω στο κουρμπέτι (β, γ) /
βγαίνω στο μεϊντάνι (γ, δ)·
- είναι
μια βίζιτα μέσα, είναι ένας επισκέπτης μέσα (ενν. στο σπίτι, στο γραφείο,
στο ιατρείο): «είναι μια βίζιτα μέσα και δεν μπορώ να ’ρθω μαζί σου»·
- έχω
μια βίζιτα μέσα, έχω μια επίσκεψη από κάποιον (ενν. στο σπίτι, στο γραφείο,
στο ιατρείο): «έχω μια βίζιτα μέσα, γι’ αυτό πρέπει να μείνω»·
- κάνω
βίζιτα, α. επισκέπτομαι ως φίλος ή ως γιατρός κάποιον: «έχω να τον
δω πολύ καιρό, γι’ αυτό λέω να του κάνω μια βίζιτα στο σπίτι || πρέπει να κάνω
βίζιτα σ’ ένα άρρωστο». β. (για γυναίκες) εκδίδομαι επί χρήμασι: «αυτή
που τη βλέπεις, κάνει βίζιτες από μικρή»·
- παίρνω
βίζιτα, α. (για γιατρούς) δέχομαι ιατρική επίσκεψη στο ιατρείο μου:
«παίρνω βίζιτες μόνο στο ιατρείο μου». β. παίρνω συγκεκριμένο ποσό για
κάθε ασθενή που επισκέπτομαι στο σπίτι του ή που με επισκέπτεται στο ιατρείο
μου: «παίρνω βίζιτα εκατό ευρώ». γ. (για γυναίκες) εκδίδομαι επί
χρήμασι: «παίρνει βίζιτες από μικρή». δ. παίρνω συγκεκριμένο χρηματικό
ποσό από κάθε πελάτη, που του προσφέρω τον έρωτά μου: «πόσο παίρνει βίζιτα;
-Διακόσια ευρώ»·
- πάω
βίζιτα, πηγαίνω να επισκεφτώ κάποιον ή κάποιους: «πάω βίζιτα στον τάδε,
γιατί έχω καιρό να τον δω».