Βιετνάμ,
το, ουσ. [στα βιετναμέζικα
Viet-Nam], το Βιετνάμ·
-
έγινε Βιετνάμ, έγινε
μεγάλη φασαρία, προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «όταν
αρπάχτηκαν οι δυο παρέες στα χέρια, έγινε Βιετνάμ μέσα στο μαγαζί». Αναφορά
στον καταστρεπτικότατο πόλεμο του Βιετνάμ. Συνών. έγινε αμέρικαν μπαρ /
έγινε Δευτέρα Παρουσία / έγινε Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος / έγινε Λίβανος / έγινε
ο χαμός του Δράμαλη / έγινε Τέξας / έγινε της Κορέας·
- θα
γίνει Βιετνάμ, (απειλητικά
ή προειδοποιητικά) θα γίνει μεγάλη φασαρία, θα προκληθεί μεγάλη αναστάτωση,
μεγάλη καταστροφή: «αν ξαναπιάσεις τ’ όνομα της οικογένειάς μου στο στόμα σου,
θα γίνει Βιετνάμ». Συνών. θα γίνει αμέρικαν μπαρ / θα γίνει Δευτέρα Παρουσία
/ θα γίνει Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος / θα γίνει Λίβανος / θα γίνει ο χαμός
του Δράμαλη / θα γίνει Τέξας / θα γίνει της Κορέας.