βίδωμα,
το, ουσ.
[<βίδωμα], το βίδωμα. 1. ο μεγάλος εκνευρισμός, ο μεγάλος θυμός:
«είχε τέτοιο βίδωμα, που δεν τολμούσε κανένας να του πει λέξη». 2.
ενέργεια παράλογη, ακατανόητη: «τι βίδωμα πάλι ήταν αυτό, να σηκωθείς στα καλά
καθούμενα και να φύγεις!». 3. η επιβολή της σεξουαλικής πράξης, η
σεξουαλική πράξη: «από βίδωμα γίνεται τίποτα ή τον παίζεις σαν μικρό παιδί»·
- της
κάνω βίδωμα, (για γυναίκες) της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «της έκανα
τέτοιο βίδωμα της μικρής, που θα το θυμάται χρόνια»·
- του
κάνω βίδωμα, α. τον ακινητοποιώ, τον εξουδετερώνω: «μπορώ να του
κάνω βίδωμα με το ένα μου το χέρι». β. του αφαιρώ κάθε επιχείρημα:
«μόλις πήρε το λόγο ο τάδε, του ’κανε τέτοιο βίδωμα του προέδρου μας, που δεν
μπορούσε να πει λέξη». γ. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) εξουδετέρωσα
απόλυτα τον αντίπαλο παίχτη: «του ’κανε τέτοιο βίδωμα, που δεν μπόρεσε ν’
ακουμπήσει ούτε την μπάλα»·
- τρώω
βίδωμα, α. ακινητοποιούμαι, εξουδετερώνομαι: «επειδή δεν είμαι
γυμνασμένος, μπορώ να φάω βίδωμα κι από ένα μικρό παιδί». β. μου
αφαιρούν κάθε επιχείρημα: «μόλις πήρε το λόγο ο τάδε, έφαγα τέτοιο βίδωμα, που
δεν μπορούσα ν’ ανοίξω το στόμα μου». γ. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου)
εξουδετερώνομαι απόλυτα από τον αντίπαλο παίχτη: «είχα ένα τράβηγμα στο πόδι
μου κι έφαγα βίδωμα απ’ τον αντίπαλό μου».