άγνωστος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ἄγνωστος], άγνωστος. 1. που δεν είναι ή που δεν μπορεί να
γίνει ακόμα γνωστός, γιατί δε διαθέτουμε κάποια στοιχεία ή πληροφορίες γι’
αυτό: «είναι άγνωστο τι απέγιναν οι ορειβάτες || μέχρι στιγμής παραμένει
άγνωστος ο αριθμός των νεκρών απ’ τον τρομερό σεισμό». 2α. ως ουσ. ο
άγνωστος και η άγνωστη, που δε μας είναι γνώριμος, γνώριμη, που δε
μας είναι γνωστός, γνωστή: «ήρθε και ρωτούσε για σένα ένας άγνωστος || πέρασε
μια άγνωστη κι άφησε για σένα αυτό το σημείωμα». β. που δεν έχει
εξακριβωθεί ακόμα η ταυτότητά του: «άγνωστος παραμένει ακόμα ο δολοφόνος ||
άγνωστοι παραμένουν οι δράστες της ληστείας της τράπεζας». 3. το ουδ. ως
ουσ. το άγνωστο, οτιδήποτε δεν μπορεί να προβλεφθεί, πορεία, κατεύθυνση,
που δε γνωρίζουμε πού οδηγεί, τόπος που δε μας είναι γνωστός: «πάντοτε τον
συγκινούσαν οι περιπέτειες στο άγνωστο». (Λαϊκό τραγούδι: μέσα στο τρένο της
Γερμανίας-Αθηνών, στην τρίτη θέση, σε μιαν άκρη καθισμένος, αφήνω πίσω μου το
μαύρο παρελθόν και φεύγω στο άγνωστο, φτωχός κι αδικημένος)·
-
άγνωστα νερά, βλ. λ. νερό·
- άγνωστες
οι βουλές του Υψίστου, βλ. λ. βουλή·
- άγνωστο
πότε, αβεβαιότητα ως προς το χρόνο πραγματοποίησης κάποιας ενέργειας: «είπε
ότι θα ’ρθει, αλλά άγνωστο πότε»·
- άγνωστο
πώς, αβεβαιότητα ως προς τον τρόπο πραγματοποίησης κάποιας ενέργειας: «είπε
πως θα μας βοηθήσει, αλλά άγνωστο πώς»·
- άγνωστος
μεταξύ αγνώστων, α. λέγεται στην περίπτωση που οι άνθρωποι που ζουν
σε ένα μέρος δε γνωρίζονται μεταξύ τους: «άφησε το χωριό του και πήγε να
δουλέψει στην πόλη, άγνωστος μεταξύ αγνώστων». β. λέγεται στην περίπτωση
που κάποιος βρίσκεται μεταξύ ανθρώπων που δε γνωρίζουν ποιος είναι: «έφυγα
νωρίς απ’ τη δεξίωση, γιατί ήμουν άγνωστος μεταξύ αγνώστων»·
- καμιά
φορά κι ο άγνωστος φρόνιμη γνώμη δίνει, βλ. λ. γνώμη·
- οι
γνωστοί άγνωστοι, βλ. λ. γνωστός·
- πάμε
στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, βλ. λ. βάρκα.