βία,
η, ουσ.
[<αρχ. βία], η βία. 1. η βιασύνη, η σπουδή: «όλη τη μέρα τεμπέλιαζε
και τώρα τον έπιασε η βία να τελειώσει τη δουλειά || μην αγχώνεσαι, γιατί δεν
υπάρχει βία». 2. ως επίρρ. βία, α. συνήθως επαναλαμβανόμενο,
δηλώνει το ανώτατο ποσοτικό ή χρονικό όριο: «η αίθουσα βία βία χωρούσε εκατό
άτομα || κάνε γρήγορα, γιατί βία βία που προλαβαίνεις». β. με δυσκολία,
δύσκολα: «βία βία κατάφερα να βάλω κι εγώ στην τράπεζα μερικά λεφτουδάκια για
ώρα ανάγκης»·
- για
λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω ανωτέρας βίας, ο απρόβλεπτος παράγοντας
που, ως εμπόδιο, ανατρέπει κάποιο σχέδιο ή πρόγραμμα ή εμποδίζει την εκπλήρωση
κάποιας υποχρέωσης: «είχαμε σπουδαία όνειρα γι’ αυτή την επιχείρηση, αλλά για
λόγους ανωτέρας βίας μας ανάγκασε ν’ αναδιπλωθούμε || λόγω ανωτέρας βίας, δεν
μπόρεσα να σου επιστρέψω τα χρήματα». (Τραγούδι: έγινε ειρήνη για λόγους
ανωτέρας βίας,ας κράταγε αλήθεια για όλη τη ζωή μας)·
- δεν
είναι βία, λέγεται στην περίπτωση που μεταθέτει κάποιος την εκτέλεση
κάποιου έργου στο μέλλον: «μπορώ να το κάνω κι αργότερα, δεν είναι βία». Συνών.
εις αύριο τα σπουδαία / κι αύριο μέρα είναι / σπεύδε βραδέως (β). Αντίθ.
η πίτα τρώγεται ζεστή / κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το / κάλλιο πέντε και στο
χέρι παρά δέκα και καρτέρει (β) / όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε (α) / στη
βράση κολλάει το σίδερο / το γοργόν και χάριν έχει·
- διά
της βίας, βλ. φρ. με τη βία·
- με
τη βία, με βίαια
μέσα, με το ζόρι, αναγκαστικά: «τον έπιασαν στη μέση του δρόμου και τον
ανάγκασαν με τη βία να μπει στ’ αυτοκίνητό τους || στην Ασφάλεια ομολόγησε με
τη βία πως είναι ένοχος»·
- μετά
βίας, δύσκολα: «μετά βίας κατάφερα κι εγώ ν’ αγοράσω ένα αυτοκινητάκι»·
- μόλις
και μετά βίας, με μεγάλη δυσκολία, πολύ δύσκολα: «μόλις και μετά βίας
μάζεψα τα λεφτά, για να μην μου κάνουν κατάσχεση το σπίτι || στο δρόμο είχε
μεγάλη κίνηση και μόλις και μετά βίας πρόλαβα το τρένο || υπήρχε τόσος θόρυβος
που μόλις και μετά βίας ακουγόταν η φωνή του».