βηματισμός, ο, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. βηματίζω + κατάλ. -μός], ο βηματισμός· - βρίσκω το βηματισμό μου, βλ. φρ. βρίσκω το βήμα μου, λ. βήμα· - χάνω το βηματισμό μου, βλ. φρ. χάνω το βήμα μου, λ. βήμα.