βέρτζινος,
-η, -ο, επίθ.
[<ιταλ. vergine (= παρθένος)], (στη γλώσσα της αργκό) που δεν έχει καθόλου
χρήματα, ο αδέκαρος, ο απένταρος, ο άφραγκος: «δεν κάνει παρέα με βέρτζινους
τύπους»·
- είμαι
βέρτζινος, βλ. φρ. μένω βέρτζινος·
-
μένω βέρτζινος, δεν
έχω καθόλου χρήματα, μένω αδέκαρος, απένταρος, άφραγκος: «έχασε όλα του τα
λεφτά στα χαρτιά κι έχει μείνει βέρτζινος».