βέργα,
η, ουσ.
[<μσν. βέργα <ιταλ. verga], η βέργα· μικρό και ευλύγιστο λεπτό ραβδί, που
τα παλιότερα χρόνια αποτελούσε όργανο τιμωρίας κατά των άτακτων μαθητών από το
δάσκαλο ή και των παιδιών από τους γονείς τους. Υποκορ. βεργίτσα, η (βλ. λ.) και βεργούλα, η (βλ. λ.)·
- βέργα
που σου χρειάζεται! με αυτά που κάνεις είσαι άξιος τιμωρίας με ξυλοδαρμό,
αξίζει να τιμωρηθείς με σκληρό, με παραδειγματικό τρόπο. Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το μωρέ. Για συνών. βλ. φρ. βρεγμένη σανίδα που σου
χρειάζεται! λ. σανίδα·
-
πάρε μια βέργα και δώσ’ το(νε!), βλ.
φρ. πάρ’ ένα ξύλο και δώσ’ το(νε!), λ. ξύλο·
- τις
άρπαξε με τη βέργα, έφαγε ξύλο με τη βέργα, ιδίως από τους γονείς του, αλλά
και από το δάσκαλο: «επειδή έσπασε το βάζο, τις άρπαξε με τη βέργα ο καημένος
|| επειδή ο δάσκαλος τον έπιασε αδιάβαστο, τις άρπαξε με τη βέργα». Συνών. τις
άρπαξε με τη βίτσα / τις άρπαξε με την παντόφλα / τις άρπαξε με το ζωνάρι / τις
άρπαξε με το ζωστήρα / τις άρπαξε με το λουρί·
- τις
έφαγε με τη βέργα, βλ.
φρ. τις άρπαξε με τη βέργα·
- τον
έχει με τη βέργα, του συμπεριφέρεται ή τον επιτηρεί με μεγάλη αυστηρότητα:
«μετά τις πρόσφατες αταξίες του, ο πατέρας του τον έχει με τη βέργα»·
- τους
έχει όλους με τη βέργα, λέγεται για οικογενειάρχη που συμπεριφέρεται ή
επιτηρεί με μεγάλη αυστηρότητα την οικογένειά του: «δεν τολμάει κανένας τους να
κάνει κάτι, αν δεν τον ρωτήσει πρώτα, γιατί τους έχει όλους με τη βέργα».
Αναφορά σε παλιότερες εποχές που, ο δάσκαλος, χρησιμοποιούσε τη βέργα ως όργανο
τιμωρίας κατά των άτακτων μαθητών· βλ. και φρ. τους έχει όλους σαν
στρατιωτάκια, λ. στρατιωτάκι.