βέρα,
η, ουσ.
[<βενετ. vera], χρυσό δαχτυλίδι, που, όποιος το φοράει στον παράμεσο του
αριστερού του χεριού, υποδηλώνει πως είναι αρραβωνιασμένος ενώ, όποιος το
φοράει στον παράμεσο του δεξιού του χεριού, υποδηλώνει πως είναι παντρεμένος.
(Λαϊκό τραγούδι: αχ, έφυγες μακριά δίχως να μου πεις στη δόλια δυο λόγια για
παρηγοριά, και μου πέταξες τη βέρα πέρα πέρα κι έφυγες μακριά)·
- αλλάζω
βέρα ή αλλάζω βέρες ή αλλάζω τις βέρες, αρραβωνιάζομαι: «την
άλλη Κυριακή αλλάζω βέρες με την τάδε». Συνών. αλλάζω δαχτυλίδι ή αλλάζω
δαχτυλίδια ή αλλάζω τα δαχτυλίδια·
- βάζω
βέρα ή βάζω βέρες ή βάζω τις βέρες, αρραβωνιάζομαι ή παντρεύομαι:
«άντε, βρε παιδάκι μου, είναι καιρός πια να βάλεις βέρα με την κοπέλα!». (Λαϊκό
τραγούδι: δε θα μπορέσουν οι γονείς μας να μας χαλάσουν τη ζωή μας, θέλουν
δε θέλουν θα μας βάλουν βέρα)·
- περνώ
βέρα ή περνώ βέρες ή περνώ τις βέρες, αρραβωνιάζομαι ή
παντρεύομαι: «έμαθα πως θα περάσεις βέρες με την κοπέλα σου». (Λαϊκό τραγούδι: σε
πόσα τέρμινα και μέρες θε να περάσουμε τις βέρες). Συνών. περνώ
δαχτυλίδι ή περνώ δαχτυλίδια ή περνώ τα δαχτυλίδια·
- της
(του) γυρίζω τη βέρα πίσω, α. υπαναχωρώ στην υπόσχεση γάμου που της
(του) είχα δώσει, διαλύω τον αρραβώνα μου: «ύστερα από δυο χρόνια αρραβώνα, του
γύρισε τη βέρα πίσω, γιατί αποδείχτηκε μεγάλος χαρτοπαίχτης». β. πιο
σπάνια, διαλύω το γάμο μου. Συνών. της (του) γυρίζω το δαχτυλίδι πίσω·
- τους
αλλάζω τις βέρες, τους αρραβωνιάζω, τους παντρεύω ως κουμπάρος: «τις βέρες
θα τους τις αλλάξει η νονά του κοριτσιού». Συνών. τους αλλάζω τα δαχτυλίδια·
- τους
περνώ τις βέρες, τους αρραβωνιάζω ή τους παντρεύω ως κουμπάρος: «αυτός που
θα τους περάσει τις βέρες είναι παιδικός φίλος του γαμπρού». Συνών. τους
περνώ τα δαχτυλίδια·
- φορώ
βέρα, είμαι αρραβωνιασμένος ή παντρεμένος (ανάλογα σε ποιο χέρι τη φορώ).
(Λαϊκό τραγούδι: και με κοιτάς και μου μιλάς κι εγώ καρφώνομαι στη βέρα
που φοράς)·
- φορώ
βέρα ή φορώ βέρες ή φορώ τις βέρες, αρραβωνιάζομαι ή
παντρεύομαι: «την Κυριακή φορώ τις βέρες με την κόρη του τάδε». (Λαϊκό
τραγούδι: κι αν τα κουτσοβγάζω πέρα μεροδούλι μεροφάι, σου τη φόρεσα τη
βέρα).