βεντέτα2,
η, ουσ.
[<ιταλ. vedetta], καλλιτέχνης ή αθλητής (ιδίως ηθοποιός, τραγουδιστής,
τραγουδίστρια, χορευτής, χορεύτρια, ζωγράφος, ποδοσφαιριστής,
μπασκετμπολίστας), που έχει αποκτήσει μεγάλο όνομα, μεγάλη φήμη και για το λόγο
αυτό έχει γίνει υπεροπτικός, απλησίαστος, ακατάδεχτος η φίρμα: «τώρα που έγινε
βεντέτα, δεν καταδέχεται ούτε καλημέρα να μας πει»·
- κάνει
τη βεντέτα, βλ. φρ. το παίζει βεντέτα·
-
παίζει τη βεντέτα, βλ.
συνηθέστ. το παίζει βεντέτα·
- το
παίζει βεντέτα, (και
για τα δυο φύλλα) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, προσποιείται τον
ακατάδεκτο, προσποιείται τον πετυχημένο: «απ’ τη μέρα που τον έδειξε η
τηλεόραση, το παίζει βεντέτα».