βεντέτα1,
η, ουσ.
[<ιταλ. vendetta], η εκδίκηση. Η βεντέτα, όπως παλιά, εξακολουθεί και σήμερα
σε ορισμένες περιοχές (Κρήτη) ή σε ορισμένες φυλές (τσιγγάνοι) να αποτελεί
εθιμικό δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο, σε περίπτωση προσβολής της τιμής ή
αφαίρεσης της ζωής ανθρώπου, τότε, εφόσον δεν είναι σε θέση να εκδικηθεί ο
ίδιος, κάποιο μέλος της οικογένειάς του ανταποδίδει κατά του δράστη ή κάποιου
στενού συγγενή του την προσβολή με παρόμοιο τρόπο ή με βαρύτερη εγκληματική
πράξη. Το χαρακτηριστικό της βεντέτας είναι ότι το άτομο που εκδικείται, δε
θεωρείται στη συνείδηση της τοπικής κοινωνίας εγκληματίας. Παλιότερα, ιδίως
στην Κρήτη και στη Μάνη, υπήρξαν ολόκληρες οικογένειες που ξεκληρίστηκαν από
αλλεπάλληλες βεντέτες μεταξύ τους. Πρβλ.: τα δυο μικρά τ’ αδέρφια μου όταν
θα μεγαλώσουν, να πα ’να βρούνε το φονιά και να τονε σκοτώσουν (Λαϊκό
τραγούδι), παράκληση του δολοφονημένου για εκδίκηση. (Λαϊκό τραγούδι: σκέψου
καλά λοιπόν προτού το παρακάνουμε, γιατί αν μαλώσουμε βεντέτα θα το
κάνουμε)·
- ανοίγω
βεντέτα (με κάποιον), επιδιώκω να εκδικηθώ κάποιον για κάτι κακό που έκανε
σε βάρος μου: «είναι πολύ εκδικητικό άτομο κι ανοίγει βεντέτα με όποιον του
κάνει κακό».