βελόνι,
το, ουσ.
[<μσν. βελόνιν, υποκορ. του αρχ. ουσ. βελόνη], το βελόνι. 1. επίμηκες
λεπτό μεταλλικό όργανο με πολύ μυτερή άκρη που χρησιμοποιείται για ράψιμο ή
κέντημα και, κατ’ επέκταση, το ράψιμο, το κέντημα: «σπούδασε τα παιδιά της απ’
το βελόνι». (Λαϊκό τραγούδι: ήμουνα στη γη βελόνι που πατάς και σ’
αγκυλώνει). 2. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η σύριγγα που
χρησιμοποιούν οι τοξικομανείς για να κάνουν ενδοφλέβιες ενέσεις ηρωίνης, η
βελόνα: «όλοι λένε πως θα μείνουν μόνο στο χασισάκι, αλλά σιγά σιγά αρχίζουν
και το βελόνι». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τις μυτιές που τράβαγα άρχισα και βελόνι
και το κορμί μου άρχισε σιγά σιγά να λιώνει)· βλ. και λ. βελόνα·
- γυρεύει
με το βελόνι ν’ ανοίξει πηγάδι, βλ. λ. πηγάδι·
- δεν
πέφτει βελόνι, βλ. φρ. δεν πέφτει βελόνα, λ. βελόνα·
- έχασ’
η Βενετιά βελόνι ή έχασ’ η Πόλη μάλαμα κι η Βενετιά βελόνι, (ειρωνικά)
λέγεται για ζημιά ανάξια λόγου ή λέγεται για την απουσία κάποιου, που δεν έκανε
καμιά απολύτως αίσθηση·
- ζει
απ’ το βελόνι, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, ιδίως γυναίκα,
πορίζεται τα μέσα για τη συντήρησή της από τη μοδιστρική, τη ραπτική: «ζει απ’
το βελόνι ολόκληρη την οικογένειά της». Πρβλ.: όλη τη μέρα με το βελόνι κάτω
στο ρέμα ρούχα μπαλώνει (Λαϊκό τραγούδι)·
- κάθομαι
στα βελόνια, έχω μεγάλη αγωνία, μεγάλη ανησυχία, αδημονώ: «κάθε φορά που
πηγαίνουν τα παιδιά μου εκδρομή, κάθομαι στα βελόνια μέχρι να γυρίσουν πάλι στο
σπίτι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάνω·
-
πέρασα απ’ του βελονιού την τρύπα, βασανίστηκα,
ταλαιπωρήθηκα πολύ, πέρασα τα πάνδεινα, ξευτελίστηκα: «μέχρι να μεγαλώσω και
να σπουδάσω τα παιδιά μου, πέρασα απ’ του βελονιού την τρύπα»·
- πέφτω
στο βελόνι, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) κάνω χρήση ναρκωτικών με ενδοφλέβια
ένεση: «απ’ τη στιγμή που έπεσε στο βελόνι, ξέγραψε τον το φίλο σου»·
- τον
πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού ή τον πέρασε απ’ του βελονιού τον κώλο,
τον βασάνισε, τον ταλαιπώρησε πολύ τον καταξευτέλισε: «για να του δώσει πίσω
τα δανεικά, τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού»·
- χτυπώ
βελόνι, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) κάνω χρήση ναρκωτικών με ενδοφλέβια
ένεση: «άφησε το χασισάκι κι άρχισε να χτυπά βελόνι».