βελέντζα,
η, ουσ.
[<τουρκ. velençe <βλάχ. venlentza]. 1. χοντρό και βαρύ μάλλινο
υφαντό σε διάφορα χρώματα, που το χρησιμοποιούμε ως κλινοσκέπασμα: «το χωριό
μου βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο, γι’ αυτό ακόμη και καλοκαιριάτικα βράδια
σκεπαζόμαστε με βελέντζες». 2. (στη γλώσσα της αργκό) η σύζυγος και
γενικά η γυναίκα: «αν δεν έχω βελέντζα μαζί μου, δεν πάω πουθενά». Από την
εικόνα του άντρα που χρησιμοποιεί τη βελέντζα για να ζεσταθεί, όπως κάνει
πολλές φορές και με τη γυναίκα·
- να
’σαι καλά τον Αύγουστο, με δεκαοχτώ βελέντζες, είδος κατάρας με την έννοια να
αρρωστήσεις από ελονοσία και να κρυώνεις, να τρέμεις, να τουρτουρίζεις από τους
πυρετούς, τις θέρμες της ελονοσίας.