βεγγέρα,
η, ουσ.
[<ιταλ. veggheria]. 1α. η βραδινή
συγκέντρωση στο σπίτι για συζήτηση με παράλληλη διασκέδαση: «απολύθηκε ο γιος
τους απ’ το στρατό κι όλο το βράδυ είχαν βεγγέρα». β. γενικά, το ξενύχτι
με διασκέδαση: «έφαγε όλα του τα λεφτά σε βεγγέρες». 2. ξενύχτι με
ερωτικό σύντροφο, με ερωτική συντροφιά: «πήρε την γκόμενα και πήγε για βεγγέρα»·
-
αρμένικη βεγγέρα, βλ.
συνηθέστ. αρμένικη βίζιτα, λ. βίζιτα.