βδομάδα
κ. εβδομάδα,
η, ουσ. [<αρχ. + ἑβδομάς], η εβδομάδα. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- ανάποδη
βδομάδα, που κατά τη διάρκειά της συμβαίνουν ή συνέβησαν δυσάρεστα
γεγονότα: «είμαι απογοητευμένος, γιατί πέρασα μια πολύ ανάποδη βδομάδα»·
- από
βδομάδα, έκφραση με την οποία αναβάλλουμε κάτι που πρέπει να κάνουμε ή
κάποια υποχρέωσή μας για την επόμενη εβδομάδα: «ο γιατρός μου συνέστησε δίαιτα,
αλλά θα την αρχίσω από βδομάδα || είπες ότι σήμερα θα μου επέστρεφες τα λεφτά
που μου χρωστάς. -Από βδομάδα». Συνών. από Δευτέρα·
-
βδομάδα των παθών, περίοδος
ταλαιπωριών: «η βδομάδα που μας έρχεται, θα είναι για μένα βδομάδα των παθών,
γιατί πρέπει να τελειώσω ένα σωρό δουλειές». Αναφορά στην εβδομάδα που ο
Χριστός υπέμεινε τα Πάθη μέχρι το Τετέλεσται επί του Σταυρού»·
-
βουβή βδομάδα, η
εβδομάδα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στους τελευταίους Χαιρετισμούς και τη Μεγάλη
Εβδομάδα: «μόλις περάσει η βουβή βδομάδα που διανύουμε, θα μπούμε στη Μεγάλη
Βδομάδα»·
- είναι
σαν Μεγάλη Βδομάδα, είναι πολύ θλιμμένος, πολύ στενοχωρημένος: «απ’ τη μέρα
που χρεοκόπησε, είναι σαν Μεγάλη Βδομάδα ο φουκαράς». Από το ότι κατά τη
διάρκεια της Μεγάλης Βδομάδας οι χριστιανοί είναι συντετριμμένοι για τα Πάθη
και τη Σταύρωση του Χριστού·
- είναι
τελευταία βδομάδα των υπολοίπων, α. είναι εντελώς ανάξιος λόγου,
εντελώς ασήμαντος, εντελώς τιποτένιος: «δεν έχει θέση στην παρέα μας, γιατί
είναι τελευταία βδομάδα των υπολοίπων». Από το ότι στην τελευταία βδομάδα των
εκπτώσεων, πωλείται σε εξευτελιστικές τιμές ό,τι έχει απομείνει από το
εμπόρευμα, ιδίως ιματισμού. β. είναι πολύ κοντός και αδύνατος: «η
γυναίκα του είναι δυο μέτρα, αλλ’ αυτός είναι τελευταία βδομάδα των υπολοίπων».
Από το ότι την τελευταία βδομάδα των εκπτώσεων από τα είδη ιματισμού έχουν
απομείνει τα πολύ μικρά νούμερα·
- η
βδομάδα που τρέχει, η βδομάδα που διανύουμε: «μέσα στη βδομάδα που τρέχει,
θα σου επιστρέψω τα δανεικά που σου πήρα»·
- η
βδομάδα του διαβόλου, βλ. λ. διαβολοβδομάδα·
- η
Βδομάδα των Παθών, βλ. φρ. η Μεγάλη Βδομάδα·
- η
Μεγάλη Βδομάδα, η εβδομάδα πριν από την Κυριακή του Πάσχα, κατά την οποία
διαδραματίστηκαν τα Πάθη του Χριστού: «η Μεγάλη Βδομάδα είναι βδομάδα νηστείας
και προσευχής»·
- καθαρή
βδομάδα, η πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής: «απ’ την καθαρή βδομάδα
αρχίζει η νηστεία των χριστιανών και τελειώνει με την Ανάσταση του Κυρίου»·
- κάθε
βδομάδα, όλες τις βδομάδες, πάντα: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε πηγαίνει
κάθε βδομάδα στο χωριό για να δει τους γονείς του»·
- καλή
βδομάδα! ευχή που ανταλλάσσεται μεταξύ των ανθρώπων κάθε Δευτέρα, που
αρχίζει η καινούρια εβδομάδα·
- μ’
έχει από βδομάδα σε βδομάδα,
αναβάλλει συνεχώς κάτι που πρέπει να κάνει ή να εκπληρώσει κάποια δέσμευση ή
υποχρέωσή του: «μου χρωστάει κάτι λεφτά, αλλά δεν ξέρω πότε θα μου τα δώσει,
γιατί το πάει από βδομάδα σε βδομάδα». Συνών. μ’ έχει από Δευτέρα σε Δευτέρα·
- με
πάει από βδομάδα σε βδομάδα, βλ. φρ. μ’ έχει από βδομάδα σε βδομάδα·
- με
ρίχνει από βδομάδα σε βδομάδα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από βδομάδα σε
βδομάδα·
- Μεγάλη
Βδομάδα, περίοδος μεγάλης φτώχειας, κατά την οποία μας λείπει ακόμα και το
καθημερινό φαγητό: «τον τελευταίο καιρό είναι για να με κλαις, γιατί δε μου
ξανάτυχε τέτοια μεγάλη βδομάδα». Από το ότι τη Μεγάλη Βδομάδα είναι περίοδος
αυστηρής νηστείας»·
- όλη
η βδομάδα του γαμπρού κι η Κυριακή της νύφης, βλ. λ. νύφη·
- το
πάει από βδομάδα σε βδομάδα, βλ. φρ. μ’ έχει από βδομάδα σε βδομάδα·
- το
ρίχνει από βδομάδα σε βδομάδα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από βδομάδα σε
βδομάδα·
-
στραβή βδομάδα, βλ.
φρ. ανάποδη βδομάδα.