βδέλλα
κ. αβδέλλα,
η, ουσ. [<αρχ. βδέλλα <βδάλλω (= βυζαίνω, αρμέγω)], η βδέλλα·
άνθρωπος ενοχλητικός, φορτικός, που ζει παρασιτικά σε βάρος άλλου: «μην του
δίνεις πολύ θάρρος, γιατί είναι τέτοια βδέλλα, που θα σε κάνεις να στενάξεις»·
- μου
’γινε βδέλλα, βλ. φρ. μου κόλλησε σαν βδέλλα·
- μου
κόλλησε σαν βδέλλα, προσκολλήθηκε
φορτικά επάνω μου, για να αποκομίσει διάφορα οφέλη ή για να κάνει την εμφάνισή
του δίπλα μου και να προβληθεί ή πιο απλά επειδή δεν έχει άλλη παρέα: «μου
κόλλησε σαν βδέλλα, όταν έμαθε πως έγινα διευθυντής του εργοστασίου || επειδή
είμαι μέσα σ’ όλα τα κόλπα, μου κόλλησε σαν βδέλλα και κάνει κι αυτός τον
κάποιον || είναι καινούριος στην πόλη μας κι επειδή δεν έχει άλλον γνωστό, μου
κόλλησε σαν βδέλλα». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν δεις καμιά κοπέλα την κολλάς
σαν την αβδέλλα,με τα κόλπα σου ζυγώνεις αλανιάρη τη διπλώνεις).
Συνών. μου κόλλησε σαν αλογόμυγα / μου κόλλησε σαν βεντούζα / μου κόλλησε
σαν κολλητσίδα / μου κόλλησε σαν κρεατόμυγα / μου κόλλησε σαν στρείδι / μου
κόλλησε σαν τσίκλα / μου κόλλησε σαν τσιμπούρι / μου κόλλησε σαν τσιρότο / μου
κόλλησε σαν τσίχλα·
- μου
πίνει το αίμα σαν βδέλλα ή
μου πίνει το αίμα σαν τη βδέλλα, προσκολλήθηκε επάνω μου και μου απομυζά
συστηματικά χρήματα: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, μου πίνει το αίμα σαν
βδέλλα»·
- μου
ρουφάει το αίμα σαν βδέλλα ή
μου ρουφάει το αίμα σαν τη βδέλλα, βλ. φρ. μου πίνει το αίμα σαν
βδέλλα.