βατράχι,
το, ουσ. [<αρχ.
βατράχιον, υποκορ. του ουσ. βάτραχος], το βατράχι. α. ο βατραχάνθρωπος. β.
συνήθως στον πλ. τα βατράχια, το σώμα των βατραχανθρώπων: «υπηρέτησα στα
βατράχια»·
- καταπίνω
βατράχια, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση, περνώ πολύ δύσκολη κατάσταση:
«ήρθε η εφορία να του κάνει έλεγχο και καταπίνει βατράχια, γιατί έχει ανενημέρωτα
τα λογιστικά του βιβλία || να δεις εσύ τι βατράχια καταπίνω κάθε τέλος του
μηνός που έχω πληρωμές!»·
- όταν
μαλώνουν τα βουβάλια, την πληρώνουν τα βατράχια, στις διενέξεις των ισχυρών
τα θύματα είναι οι ανίσχυροι, ο απλός λαός: «απ’ τη μέρα της εισβολής των
αγγλοαμερικάνων στο Ιράκ, ο λαός υποφέρει τα πάνδεινα. -Όταν μαλώνουν τα
βουβάλια, την πληρώνουν τα βατράχια»·
- πετώ
βατράχια, λέω ανοησίες, βλακείες: «κάθε φορά που ανοίγεις το στόμα σου,
πετάς βατράχια, μωρ’ αδερφάκι μου, γι’ αυτό βούλωσ’ το»·
- ρίχνει
βατράχια, βρέχει πάρα πολύ, καταρρακτωδώς: «όλο το απόγευμα δεν μπόρεσα να
βγω απ’ το σπίτι, γιατί έξω έριχνε βατράχια».