βασιλιάς,
ο, θηλ. βασίλισσα,
η, ουσ. [<αρχ. βασιλεύς], ο βασιλιάς. 1α. αυτός που κυριαρχεί
απόλυτα σε ένα χώρο, που είναι ο ανώτερος στο είδος του, ο πρώτος και ο
καλύτερος: «ο Κούδας, ως ποδοσφαιριστής, υπήρξε ο βασιλιάς των γηπέδων || ο
βασιλιάς της ασφάλτου είναι το τάδε αυτοκίνητο». β. αυτός που αναπτύσσει
ιδιαίτερη δραστηριότητα σε ένα χώρο, αυτός που ελέγχει και εμπορεύεται απόλυτα έναν
οικονομικό τομέα: «ο τάδε χαρακτηριζόταν κάποτε ως ο βασιλιάς των διαμαντιών». γ.
που είναι ο πιο χαρακτηριστικός, ο πιο εντυπωσιακός στον τομέα του, στο είδος
του: «ο Βουτσάς στα χρόνια του ήταν ο βασιλιάς του γέλιου». 2. (στη
γλώσσα της φυλακής) ο χαζός, ο ηλίθιος, ο βλάκας: «ευτυχώς, έχουμε στο θάλαμο
ένα βασιλιά και μας κάνει όλα τα θελήματα». 3. το κυριότερο πιόνι στο
σκάκι: «όποιος χάσει το βασιλιά του, χάνει και το παιχνίδι». 4. το θηλ. η
βασίλισσα, η βασίλισσα· α. το δεύτερο σε σημασία πιόνι στο σκάκι:
«για να μη χάσει τη βασίλισσά του, θυσίασε έναν τρελό και δυο στρατιωτάκια». β.
το μόνο θηλυκό, ιδίως σε ένα σμήνος μελισσών, που μπορεί να γονιμοποιηθεί. γ.
(στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) χαρακτηρισμός της ποδοσφαιρικής ομάδας της
Βέροιας: «στο φετινό πρωτάθλημα η βασίλισσα δεν πηγαίνει καθόλου καλά»·
- από
πίσω και για το βασιλιά λένε, δηλώνει πως για όλους υπάρχει πάντα η διάθεση
να πούνε κάτι κακό: «μη στενοχωριέσαι που σε κακολογούν, γιατί από πίσω και για
το βασιλιά λένε»·
- βασιλιά
βασιλιά, τι δουλειά; -Τεμπελιά, ρίμα από παλιό παιδικό παιχνίδι·
- βασίλισσα
της ομορφιάς, γυναίκα που αναδεικνύεται ομορφότερη σε καλλιστεία: «τα
καλλιστεία για την ανάδειξη της βασίλισσας της ομορφιάς αποτελούν το κόκκινο
πανί για τις φεμινιστικές οργανώσεις»·
- βασίλισσα
του σπιτιού, η νοικοκυρά, η σπιτονοικοκυρά: «χαίρεται η μάνα μου, όταν την
αποκαλούμε βασίλισσα του σπιτιού»
- γίνομαι
βασιλικότερος του βασιλέως, α. υπερασπίζομαι, υποστηρίζω τα
συμφέροντα ή τις θέσεις κάποιου με μεγαλύτερο ζήλο από όσο ο ίδιος: «είπαμε να
τον υποστηρίξεις τον άνθρωπο, αλλά εσύ έγινες βασιλικότερος του βασιλέως!». β.
γίνομαι απόλυτος: «όταν πάρει μια απόφαση, γίνεται βασιλικότερος του βασιλέως,
γι’ αυτό είναι δύσκολο να την αλλάξει». Από το ότι ένας βασιλιάς άλλαζε πολύ
δύσκολα μια απόφασή του·
- είμαι
βασιλιάς, α. είμαι απόλυτα τακτοποιημένος στη ζωή μου, ζω μέσα στον
πλούτο και στην καλοπέραση: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, είμαι
βασιλιάς». Ίσως από αυτήν την έννοια και το παιδικό παιχνίδι: βασιλιά,
βασιλιά, τι δουλειά; -Τεμπελιά. β.είμαι απόλυτα
ικανοποιημένος: «τώρα που πάντρεψα και την κόρη μου, είμαι βασιλιάς». γ.
κυριαρχώ απόλυτα κάπου: «οι βασιλείς των ορέων». (Λαϊκό τραγούδι: ήμουν
βασιλιάς στα βράχια, στις δροσιές και στα ρουμάνια). (Ακολουθούν
28 φρ.)·
- είμαι
βασιλικότερος του βασιλέως, βλ. φρ. γίνομαι βασιλικότερος του βασιλέως·
-
έφαγα σαν βασιλιάς, έφαγα
πλουσιοπάροχα: «μ’ είχε καλεσμένο σε δείπνο ένας βιομήχανος κι έφαγα σαν
βασιλιάς»·
- ζει
σαν βασιλιάς, ζει πολύ πλούσια: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, ζει
σαν βασιλιάς»·
- κάθε
άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, βλ. λ. σπίτι·
- μόσχος
και κανέλα και του βασιλιά κοπέλα, βλ. λ. μόσχος·
- ο
βασιλιάς της ασφάλτου, α. οδηγός αυτοκινήτου, ιδίως αγωνιστικού, που
υπερέχει έναντι όλων των άλλων: «ο Σουμάχερ για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε
ο βασιλιάς της ασφάλτου». β. μάρκα αυτοκινήτου που υπερέχει έναντι όλων
των άλλων: «η Φεράρι εξακολουθεί να είναι ο βασιλιάς της ασφάλτου»·
- ο
βασιλιάς της ζούγκλας, βλ. φρ. ο βασιλιάς των ζώων·
- ο
βασιλιάς του γκαζόν, βλ.
συνηθέστ. ο βασιλιάς των γηπέδων·
- ο
βασιλιάς των γηπέδων, (για
ποδοσφαιριστές) ποδοσφαιριστής που υπερέχει έναντι όλων των άλλων: «ο Σαραβάκος
για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε ο βασιλιάς των γηπέδων»·
- ο
βασιλιάς των ζώων, το
λιοντάρι: «ο βασιλιάς των ζώων, εκτός απ’ τη δύναμή του, ξεχωρίζει κι απ’ την
πλούσια χαίτη του»·
- ο
βασιλιάς των θεών, ο Δίας: «ο βασιλιάς των θεών εξαπέλυε τους κεραυνούς του
κατά των αμαρτωλών»·
- ο
βασιλιάς των οργάνων, το βιολί: «βγάζει έναν σπάνιο μουσικό ήχο ο βασιλιάς
των οργάνων»·
- ο
βασιλιάς των πουλιών, ο αετός: «ο βασιλιάς των πουλιών είναι κυρίαρχος των
αιθέρων»·
- ο
βασιλιάς των σπορ, χαρακτηρισμός του ποδοσφαίρου, γιατί, ως άθλημα, έχει
τους περισσότερους φιλάθλους από κάθε άλλο: «δίκαια το ποδόσφαιρο αποκαλείται ο
βασιλιάς των σπορ, γιατί βρίσκεται στην καρδιά όλων των φιλάθλων»·
- ο
μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει, βλ. λ. κώλος·
- ο
μαρμαρωμένος βασιλιάς, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, τελευταίος αυτοκράτορας
του Βυζαντίου. (Λαϊκό τραγούδι: για τον μαρμαρωμένο βασιλιά ούτε φωνή
ούτε λαλιά, τον τραγουδάει όμως στα παιδιά σαν παραμύθι η γιαγιά). Σύμφωνα
με τη λαϊκή παράδοση, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δε σκοτώθηκε πολεμώντας, αλλά
βρίσκεται μαρμαρωμένος βαθιά μέσα σε μια σπηλιά, μέχρι τη στιγμή που θα
ξαναζωντανέψει για να απελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη από τους Τούρκους·
- όποιος
δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του να ’χει, όποιος κατέχει υψηλή θέση,
πρέπει να είναι συνεχώς συγκροτημένος, γιατί έχει σοβαρές, αυξημένες ευθύνες:
«απ’ τη μέρα που τον έκαναν διευθυντή στο εργοστάσιο, δεν έχει μυαλό για
γλέντια όπως παλιά, γιατί, όποιος δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του να ’χει»·
- πάω
εκεί που και ο βασιλιάς πάει μόνος, πάω στο αποχωρητήριο·
- περνάει
σαν βασιλιάς ή την περνάει σαν βασιλιά, βλ. συνηθέστ. ζει σαν
βασιλιάς·
- τη
βγάζει σαν βασιλιάς, βλ.
φρ. ζει σαν βασιλιάς·
- τη
γυναίκα του βασιλιά κρυφά τη βρίζουν, βλ. λ. γυναίκα·
- την
έχει σαν βασίλισσα στην καρδιά του, είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της, την
υπεραγαπά: «από τη μέρα που τη γνώρισε, την έχει βασίλισσα στην καρδιά του».
(Τραγούδι: δώσ’ μου πολλά φιλιά, αμέτρητα τρελά κι εγώ βασίλισσα θα σ’
έχω στην καρδιά μου, μην τσιγκουνεύεσαι, μόνο να σκέφτεσαι πως τα φιλιά
είν’ η καλύτερη δουλειά). Δεν ακούγεται και στο αρσενικό·
- τον
(την) έκανε βασιλιά (βασίλισσα), (για ζευγάρια) δεν του (της) στερεί
τίποτα, του (της) προσφέρει όλες τις ανέσεις: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκε,
την έκανε βασίλισσα». (Λαϊκό τραγούδι: θα με κάνει βασιλιά πέρα κει
στην Αραπιά, κι όλα της θα τα ’χω γω, μάνα μου, να σε χαρώ! // μου ’πε σ’
εβαρέθηκα μου φέρθηκε μπαμπέσικα, που σαν της πρωτομίλησα την έκανα
βασίλισσα)·
- τον
(την) έχει σαν βασιλιά (σαν βασίλισσα), (για ζευγάρια) δεν του (της) στερεί τίποτα, του
(της) προσφέρει όλες τις ανέσεις: «αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του, που την
έχει σαν βασίλισσα»·
-
ψωμί κι ελιά και Κώτσο βασιλιά, φιλοβασιλικό
σύνθημα.