βασίλειο,
το, ουσ.
[<αρχ. βασίλειον], το βασίλειο· ο χώρος όπου κυριαρχεί κανείς και νιώθει
πολύ ελεύθερα, πολύ άνετα: «έφτιαξε πάνω στην ταράτσα του σπιτιού του ένα
δωματιάκι, που είναι το βασίλειό του». (Λαϊκό τραγούδι: στης ζωής το
σταυροδρόμι σμίξαν οι δικοί μας δρόμοι και στο φτωχοκάλυβό μας χτίσαν το βασίλειό
μας)·
- αξίζει
ένα βασίλειο ή αξίζει ολόκληρο βασίλειο ή αξίζει όσο ένα
βασίλειο, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι ανεκτίμητης αξίας: «δε χαλάει
χατίρι στη γυναίκα του, γιατί γι’ αυτόν αξίζει ολόκληρο βασίλειο || αυτό το
κηροπήγιο είναι οικογενειακό κειμήλιο κι αξίζει ένα βασίλειο για μένα || δεν
μπορώ να πουλήσω αυτόν τον πίνακα, γιατί αξίζει όσο ένα βασίλειο για μένα»·
- κάτι
σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας, βλ. λ. Δανιμαρκία·
- σόι
πάει το βασίλειο, α. λέγεται στην περίπτωση που τα παιδιά έχουν
πάρει τα προτερήματα των γονιών τους: «ήταν καθηγητής ο μπαμπάς, καθηγητής
έγινε κι ο γιος, γιατί, βλέπεις, σόι πάει το βασίλειο». β. λέγεται και στην
περίπτωση που τα παιδιά έχουν πάρει τις ίδιες κακές συνήθειες των γονιών τους:
«χαρτοπαίχτης ο μπαμπάς, χαρτοπαίχτης κι ο γιος γιατί, όσο να ’ναι, σόι πάει το
βασίλειο». γ. λέγεται στην περίπτωση εκείνη που μια επιχείρηση
μεταβιβάζεται συνεχώς από το γεροντότερο άτομο της οικογένειας στο νεότερο: «είναι
επιχείρηση ενός αιώνα και σόι πάει το βασίλειο»·
- σόι
σοϊλέ πάει το βασίλειο, βλ. συνηθέστ. σόι πάει το βασίλειο·
- το
βασίλειο της νύχτας, οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια
της νύχτας και έχουν σχέση με τη νυχτερινή διασκέδαση ή με το οργανωμένο
έγκλημα: «το βασίλειο της νύχτας έχει αναδείξει πολλούς καλλιτέχνες || μέσα στο
βασίλειο της νύχτας κυκλοφορούν πολλά εγκληματικά στοιχεία»·
- το
βασίλειο των νεκρών, ο Άδης.