βασιλεία,
η, ουσ.
[<αρχ. βασιλεία <βασιλεύω], η βασιλεία. 1. η χρονική διάρκεια κατά
την οποία κάποιο άτομο είχε κοινωνική, οικονομική, πολιτική ή καλλιτεχνική ακμή
ή δύναμη: «τώρα που ξέπεσε, θέλει να μπει στην παρέα μας, όταν ήταν όμως στη
βασιλεία του, δεν καταδεχόταν κανένα || απ’ τη μέρα που βγήκαν στην αγορά τα
έτοιμα ενδύματα, σήμανε το τέλος της βασιλείας των ραπτών». 2. η απόλυτη
κυριαρχία: «παρ’ όλες τις προσπάθειες των διωκτικών αρχών δεν κατόρθωσαν να
θέσουν τέλος στη βασιλεία του οργανωμένου εγκλήματος»·
- έληξε
η βασιλεία του, βλ. φρ. πέρασε η βασιλεία του·
- η
βασιλεία του Θεού, βλ. συνηθέστ. η βασιλεία των ουρανών·
- η
βασιλεία των Ουρανών, ο
Παράδεισος: «όλοι οι καλοί κι οι ενάρετοι θα κερδίσουν τη βασιλεία των ουρανών»·
- ήρθε
η βασιλεία του, ήρθε ο καιρός της κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής ή
καλλιτεχνικής ακμής ή δύναμης του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «τώρα που
ήρθε η βασιλεία του τάδε, θα πάνε όλα καλύτερα, γιατί είναι υπέρμαχος της ισότητας
και της δικαιοσύνης»·
- πέρασε
η βασιλεία του, έπαψε να ασκεί σπουδαίο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό ή
καλλιτεχνικό ρόλο, έπαψε να είναι παράγοντας: «να πεις του φίλου σου πως από δω
και πέρα θα κάνει αυτό που του λέω, γιατί, μια κι έφυγε το κόμμα του απ’ την
κυβέρνηση, πέρασε η βασιλεία του || απ’ τη στιγμή που πέρασε η βασιλεία του
τάδε ηθοποιού, αποτραβήχτηκε απ’ τον κόσμο και ζει με τις αναμνήσεις του»·
- στον
καιρό της βασιλείας του ή τον καιρό της βασιλείας του, βλ. λ. καιρός·
- τέλειωσε
η βασιλεία του, βλ. συνηθέστ. πέρασε η βασιλεία του.