βαρύμαγκας, ο, ουσ. [<βαρύς + μάγκας], μάγκας σοβαρός, λιγομίλητος, που δύσκολα απευθύνει το λόγο σε κάποιον: «καθόταν μονάχος του ο βαρύμαγκας στη γωνία κι έπαιζε το μπεγλέρι του».
βαρύμαγκας, ο, ουσ. [<βαρύς + μάγκας], μάγκας σοβαρός, λιγομίλητος, που δύσκολα απευθύνει το λόγο σε κάποιον: «καθόταν μονάχος του ο βαρύμαγκας στη γωνία κι έπαιζε το μπεγλέρι του».