βάρος,
το, ουσ.
[<αρχ. βάρος], το βάρος. 1. η στενοχώρια, η ενόχληση, η ψυχική
δυσφορία: «έχω ένα βάρος στην καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: φέρε να πιω να μου
φύγει το βάρος γιατί απόψε θα πεθάνει ο χάρος).2.
στομαχική δυσφορία: «έχω ένα βάρος στο στομάχι». 3. στον πλ. τα βάρη (βλ. λ.)και τα βάρητα, υποχρεώσεις, ευθύνες ή διάφορες δυσκολίες
κυρίως οικονομικές: «τα οικογενειακά βάρητα || τα φορολογικά βάρη». (Λαϊκό
τραγούδι: δεν περνάει μέρα να μην πικραθώ, όλα πια τα βάρη πέσανε σε
μένα και στα δυο μου πόδια πώς να κρατηθώ). (Ακολουθούν 32 φρ.)·
- βαρέων
βαρών, άνθρωπος πολύ χοντρός, γιγαντόσωμος: «μια σταλιά ανθρωπάκι και πήγε
να τα βάλει με τον τάδε, που είναι βαρέων βαρών». Αναφορά στην υψηλότερη και
δυσκολότερη κατηγορία της πυγμαχίας ή της πάλης·
- γελώ
εις βάρος (κάποιου), βλ. φρ. γελώ σε βάρος (κάποιου)·
- γελώ
σε βάρος (κάποιου), κοροϊδεύω, περιγελώ κάποιον: «είναι λίγο αγαθός και γελούν
όλοι σε βάρος του»·
- γίνομαι
βάρος (σε κάποιον), γίνομαι ενοχλητικός, κουραστικός, φορτικός: «άδειασέ
μου τη γωνιά, γιατί μου έχεις γίνει βάρος»·
- δίνει
στη γη βάρος ή δίνει βάρος στη γη, βλ. λ. γη·
- δίνω
βάρος (σε κάποιον), βλ. φρ. γίνομαι βάρος (σε κάποιον)·
- είμαι
βάρος (σε κάποιον), βλ. φρ. γίνομαι βάρος (σε κάποιον)·
- εις
βάρος μου (σου, του κ.λπ.), βλ. φρ. σε βάρος μου (σου, του κ.λπ.)·
- επαγγελματικά
(οικογενειακά, οικονομικά) βάρη, υποχρεώσεις, ευθύνες στη δουλειά, στην
οικογένεια: «έχω πολλά επαγγελματικά (οικογενειακά) βάρη»·
- έφυγ’
ένα βάρος από πάνω μου, απαλλάχτηκα από μια δύσκολη, δυσάρεστη ή
καταπιεστική κατάσταση, ανακουφίστηκα ψυχικά: «ένιωθα τύψεις για την κακή στάση
που κράτησα απέναντί του κι όταν του ζήτησα συγνώμη, έφυγ’ ένα βάρος από πάνω
μου || μόλις αποφυλακίστηκα και βρέθηκα πάλι λεύτερος ανάμεσα στον κόσμο, έφυγ’
ένα βάρος από πάνω μου»·
- έχει
βάρος η γνώμη του, βλ. λ. γνώμη·
- έχει
βάρος ο λόγος του, βλ. λ. λόγος·
- έχω
βάρος στη συνείδησή μου, βλ. φρ. το ’χω βάρος στη συνείδησή μου·
- έχω
ένα βάρος στην καρδιά,
έχω μεγάλη στενοχώρια: «δεν πέρασε πάλι ο γιος μου στο πανεπιστήμιο κι έχω ένα
βάρος στην καρδιά»·
- έχω
ένα βάρος στην ψυχή, νιώθω ψυχική καταπίεση: «έχω ένα βάρος στην ψυχή απ’
τη μέρα που τον κατηγόρησα άδικα, γι’ αυτό θα πάω να του ζητήσω συγνώμη για να
ξαλαφρώσω»·
- και
το μυρμήγκι έχει το βάρος του, βλ. λ. μυρμήγκι·
- λέω
εις βάρος (κάποιου), βλ. φρ. λέω σε βάρος (κάποιου)·
- λέω
σε βάρος (κάποιου), κατηγορώ κάποιον: «δεν είναι σωστό, όταν λείπει ο τάδε,
να λες τέτοια πράγματα σε βάρος του»·
- μου
’φυγ’ ένα βάρος, βλ. φρ. έφυγ’ ένα βάρος από πάνω μου·
- παίρνω
βάρος, παχαίνω: «πώς να μην παίρνω βάρος με τόσο φαγητό που κάνω!»·
- παίρνω
απάνω μου το βάρος ή παίρνω το βάρος απάνω μου, αναλαμβάνω,
επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι: «δεν πρέπει να φοβάσαι, αφού για ότι έγινε
παίρνω το βάρος απάνω μου»·
- ρίχνει
το βάρος απάνω μου, μου καταλογίζει την ευθύνη, με κατηγορεί ως υπεύθυνο
για κάτι κακό που έγινε: «ό,τι στραβό γίνεται μέσα στο εργοστάσιο, ο διευθυντής
ρίχνει το βάρος απάνω μου»·
- ρίχνω
όλο το βάρος μου (σε κάτι), ενεργοποιούμαι συστηματικά και εντατικά σε
κάτι: «έριξα όλο το βάρος μου στην καινούρια δουλειά που κάνω || έριξα όλο το
βάρος μου να καλυτερεύσω τα οικονομικά μου»·
- ρίχνω
όλο το κέντρο βάρους, βλ. λ. κέντρο·
- ρίχνω
όλο το βάρος μου στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- σε
βάρος μου (σου, του κ.λπ.), α. εναντίον μου (σου, του κ.λπ.): «όλα
τα στοιχεία είναι σε βάρος μου και δεν ξέρω πώς να υπερασπιστώ τον εαυτό μου». β.
σε μένα τον ίδιο (σε σένα, σε κείνον κ.λπ.) : «χρέωσε το λογαριασμό σε βάρος
μου». γ. με ζημία δική μου (σου, του κ.λπ.): «τ’ αποτελέσματα των
εκλογών ήταν σε βάρος μου»·
-
σηκώνω τα βάρη ή
σηκώνω το βάρος, επιβαρύνομαι με κάτι, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι:
«με σκληρό αγώνα καταφέρνω και σηκώνω τα βάρη της οικογένειάς μου || δε σηκώνω
ξανά το βάρος της κάθε ανόητης ενέργειάς σου»·
- το
’χω βάρος, νιώθω ένοχος, νιώθω τύψεις για κάτι που έκανα ενώ δεν έπρεπε να
το κάνω: «το ’χω βάρος που τον πρόσβαλα μπροστά στους γονείς του». (Λαϊκό τραγούδι:
είναι σκληρός ο χωρισμός, σα σε χωρίζ’ ο Χάρος! Δεν το ’ξερα, μανούλα μου,
και τώρα το ’χω βάρος)· βλ. και φρ. το ’χω βάρος στη συνείδησή
μου·
- το
’χω βάρος στη συνείδησή μου, αισθάνομαι πως δεν έπραξα κάτι σωστά, πως
παρέλειψα να κάνω κάτι που έπρεπε να κάνω, νιώθω ένοχος, νιώθω τύψεις: «δε
φέρθηκα σωστά σ’ αυτόν τον άνθρωπο και το ’χω βάρος στη συνείδησή μου || ενώ
μπορούσα να τον βοηθήσω, τον άφησα αβοήθητο στην τύχη του και το ’χω βάρος στη
συνείδησή μου». (Λαϊκό τραγούδι: θα κάνεις λάθος αν μ’ αφήσεις, μα τότε θα
’ναι αργά για να γυρίσεις, θα κάνεις λάθος και θυμήσου, θα το ’χεις βάρος
στη συνείδησή σου)·
- το
’χω βάρος στην καρδιά μου, βλ. φρ. το ’χω βάρος στη συνείδησή μου·
- το
’χω βάρος στην ψυχή μου, βλ. συνηθέστ. το ’χω βάρος στη συνείδησή μου·
- χάνω
βάρος, αδυνατίζω: «απ’ τη μέρα που έκοψα το φαγητό κι άρχισα τη γυμναστική,
άρχισα να χάνω βάρος».