άγκυρα,
η, ουσ.
[<αρχ. ἄγκυρα], η άγκυρα·
-
άγκυρα σωτηρίας, βλ.
συνηθέστ. σανίδα σωτηρίας, λ. σανίδα·
- βίρα
τις άγκυρες, βλ. λ. βίρα·
- ρίχνω
άγκυρα, α. αποσύρομαι από την πιάτσα: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε ο
τάδε, έριξε άγκυρα και κοιτάζει μόνο το σπίτι του». Από την εικόνα του πλοίου
που αφήνει το πέλαγος και αγκυροβολεί στην ηρεμία του λιμανιού. β. δίνω
μεγάλη διάρκεια σε κάποια επίσκεψή μου: «ήρθε να μας δει το πρωί για μια
καλημέρα κι έριξε άγκυρα || πήγε στο μπαράκι να πιει ένα ουίσκι κι έριξε
άγκυρα». Από την εικόνα του πλοίου που, μετά το τέλος του ταξιδιού του,
αγκυροβολεί για κάποιο χρονικό διάστημα στο λιμάνι. γ. εγκαθίσταμαι σε
κάποιο τόπο μόνιμα: «ήρθε για δουλειές στη Θεσσαλονίκη κι επειδή του άρεσε η
πόλη, έριξε άγκυρα». (Λαϊκό τραγούδι: την άγκυρά μου έριξα στην
πόρτα τη δικιά σου, γι’ αυτό και πηγαινοέρχομαι συχνά στη γειτονιά σου).
δ. (στη γλώσσα των ναυτικών) πιάνω λιμάνι, αγκυροβολώ, φουντάρω:
«ρίξαμε άγκυρα στη Θεσσαλονίκη και μείναμε πέντε μέρες». (Λαϊκό τραγούδι: στη
ζωή μας μια γυναίκα δε μας φτάνει καπετάνιε τη ζωή για να χαρείς, ρίξε
άγκυρα στο πρώτο το λιμάνι και καινούρια αγάπη κοίταξε να βρεις)·
- σαν
άγκυρα σωτηρίας, βλ. συνηθέστ. σαν σανίδα σωτηρίας, λ. σανίδα·
- σηκώνω
(την) άγκυρα, α. απομακρύνομαι από κάποιο χώρο, φεύγω: «παιδιά,
επειδή η ώρα πέρασε, σηκώνω άγκυρα για το σπίτι». Από την εικόνα του πλοίου που
σηκώνει την άγκυρα για να αποπλεύσει από το λιμάνι. β. (στη γλώσσα των
ναυτικών) φεύγω από το λιμάνι στο οποίο βρίσκομαι, αποπλέω: «απ’ τη Θεσσαλονίκη
σηκώσαμε άγκυρα για το Βόλο». γ. διακόπτω κάτι οριστικά, ιδίως ερωτική
σχέση: «κάθε φορά που η γκόμενα του κάνει κουβέντα για γάμο, σηκώνει άγκυρα». (Λαϊκό
τραγούδι: σήκω την άγκυρα Μηνά και μη σε δω ποτέ ξανά για την
καλή σου ν’ αμολάς το δάκρυ λούκι).