βαρκούλα,
η, ουσ. [υποκορ.
του ουσ. βάρκα], μικρή βάρκα·
- εδώ
καράβια χάνονται, βαρκούλες μου πού πάτε; ή εδώ καράβια χάνονται,
βαρκούλες τι ζητάτε; ή εδώ ο κόσμος καίγεται, βαρκούλες μου πού πάτε; ή
εδώ ο κόσμος καίγεται, βαρκούλες τι ζητάτε; ή εδώ ο κόσμος χάνεται,
βαρκούλες μου πού πάτε; ή εδώ ο κόσμος χάνεται, βαρκούλες τι ζητάτε; λέγεται
ειρωνικά για ανθρώπους που, ενώ δεν έχουν τις απαιτούμενες δυνατότητες ή τα
απαιτούμενα προσόντα, καταπιάνονται με δύσκολες ή μεγάλες υποθέσεις·
- εδώ
καράβια χάνονται κι αλλού βαρκούλες αρμενίζουν ή εδώ ο κόσμος καίγεται
κι αλλού βαρκούλες αρμενίζουν ή εδώ ο κόσμος χάνεται κι αλλού βαρκούλες
αρμενίζουν, λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά για ανθρώπους που, ενώ υπάρχουν
σπουδαία προβλήματα που απαιτούν άμεση λύση, αυτοί ασχολούνται με πράγματα
επουσιώδη και ανόητα.