βάρδουλο,
το, ουσ.
[<βενετ. vardolo], η γύρω σκληρή πέτσινη προεξοχή
από τη σόλα του παπουτσιού, και κατ’ επέκταση η περιφέρεια του πρωκτού· συνήθως
στον πλ. τα βάρδουλα· βλ. και λ. κωλοβάρδουλα·
- του
(της) έσκισε τα βάρδουλα, βλ. φρ. του (της) ξέσκισε τα βάρδουλα·
- του
(της) ξέσκισε τα βάρδουλα, α.
του (της)
επέβαλε επανειλημμένα και βίαια τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο και
κατ’ επέκταση τον (την) καταξευτέλισε: «την είχε όλο το βράδυ στο δωμάτιο και
της ξέσκισε τα βάρδουλα || μόλις αντιλήφθηκε πως έβαζε χέρι στο ταμείο, του
ξέσκισε τα βάρδουλα τ’ αφεντικό του μπροστά στον κόσμο». β. τον (την)
τιμώρησε σκληρά: «επειδή πήγε αργά στο σπίτι, ο πατέρας του του ξέσκισε τα
βάρδουλα». γ. τον (την) κατανίκησε: «πιάστηκε με τον τάδε στα χέρια και
του ξέσκισε τα βάρδουλα». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με
τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στήθους και να κινούνται
απομακρυνόμενα το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Στην περίπτωση
της επιβολής της σεξουαλικής πράξης, ακούγεται από τον συνομιλητή η παρακάτω
παρατήρηση: ναι μωρέ, κακό του (της) έκανε(!). Συνών. του (της)
ξέσκισε τα κωλοβάρδουλα / του (της) ξέσκισε τον κώλο / του (της) ξέσκισε τον
πάτο·
- τους
ξεσκίσαμε τα βάρδουλα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τους κατανικήσαμε, τους
διασύραμε: «την Κυριακή παίξαμε με την τάδε ομάδα και τους ξεσκίσαμε τα
βάρδουλα». Παρατηρείται και η παραπάνω χειρονομία. Συνών. τους ξεσκίσαμε τα
κωλοβάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τον κώλο / τους ξεσκίσαμε τον πάτο·
- τους
σκίσαμε τα βάρδουλα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. φρ. τους
ξεσκίσαμε τα βάρδουλα.