αγκίστρι,
το, ουσ.
[<μτγν. ἀγκίστριον, υποκορ. του αρχ. ἄγκιστρον], το αγκίστρι·
- πιάνομαι
στ’ αγκίστρι, βλ. συνηθέστ. πιάνομαι στο δίχτυ, λ. δίχτυ·
- πιάνομαι
στ’ αγκίστρι της, βλ. συνηθέστ. πιάνομαι στο δίχτυ της, βλ. λ. δίχτυ·
- ρίχνω
αγκίστρι, βλ. συνηθέστ. ρίχνω παραγάδι, λ. παραγάδι.