βάλτος,
ο, ουσ.
[<μσν. βάλτος, βάλτον <σλαβ. blato],
ο βάλτος· (στη γλώσσα της αργκό) ο πρωκτός: «τον βάζει συνέχεια σ’ όποιον βάλτο
βρει και δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί απ’ τα σαπρόφυτα και τις τριχομονάδες»·
-
όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί, όποιος μπλέκει σε ύποπτες, σε
βρόμικες υποθέσεις υφίσταται και τις δυσάρεστες συνέπειες: «να προσέχεις πολύ
με ποιους κάνεις παρέα και σε τι δουλειές μπλέκεις γιατί, όποιος πάει στο βάλτο
να κυνηγήσει, θα γελαστεί». Συνών. όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον
τρώνε οι κότες / όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια /
όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, μπαίνουν στα μάτια του / όποιος κλοτσάει τ’
αγκάθια, πονάνε τα πόδια του / όποιος κοιμάται με σκύλους, σηκώνεται με
ψύλλους.