Βαλκάνια,
τα, ουσ.
[<τουρκ. Balkan (= το όρος Αίμος)], τα Βαλκάνια·
- εδώ
είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε, λέγεται ειρωνικά για τις βαλκανικές
χώρες, που είναι καθυστερημένες οικονομικά και στις οποίες, γενικά, επικρατεί
έλλειψη οργάνωσης, κρατικής μέριμνας και κοινωνικής σταθερότητας σε σχέση με
τις άλλες χώρες της Ευρώπης. (Τραγούδι: άσε τα θαύματα τη μάσκα πέταξε, εδώ
είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε).