βαλβίδα,
η, ουσ.
[<αρχ. βαλβίς], η βαλβίδα. 1. (στη γλώσσα της αργκό) ο πρωκτός, η
κωλοτρυπίδα: «σφίξε, ρε παιδάκι μου, λίγο τη βαλβίδα σου, γιατί μας
βρωμοκόπησες με τις κλανιές σου»·
- βάρεσα
βαλβίδα, (στη νεοαργκό) θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα και
αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να βαράει γέρο άνθρωπο, βάρεσα βαλβίδα και τον
έσπασα στο ξύλο». Συνών. άναψαν τα λαμπάκια μου / τα πήρα στην κράνα / τα
πήρα στο εθνόσημο / τα πήρα στο κεφάλι / τα πήρα στο κρανίο / τα πήρα στο φάρο
/ τα πήρα στον εγκέφαλο / την έκανα κρίση / την έκανα λάμπα / την έκανα λαχείο
(α) / την έκανα λώλα (α) / την έκανα τζαζ (α) / την έκανα τζαζ μπαντ·
- θα
σου ανοίξω τη βαλβίδα, (απειλητικά) θα σου επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη και,
κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν ξαναπιάσεις τ’ όνομα μου στο στόμα
σου, θα σ’ ανοίξω τη βαλβίδα». Συνών. θα σου ανοίξω τη σούφρα / θα σου
ανοίξω την κλανιά / θα σου ανοίξω τον κλανιά / θα σου ανοίξω τον κώλο·
- του
(της) άνοιξα τη βαλβίδα, του (της) επέβαλα τη σεξουαλική πράξη από πίσω,
από τον κώλο, και κατ’ επέκταση, τον (την) τιμώρησα σκληρά: «δεν είναι και τόσο
άντρας όσο νομίζεις, γιατί προχθές βράδυ του άνοιξα τη βαλβίδα || από καιρό δεν
τον χώνευα και με την πρώτη ευκαιρία του άνοιξα τη βαλβίδα». Συνών. του
(της) άνοιξα τη σούφρα / του (της) άνοιξα την κλανιά / του (της) άνοιξα τον
κλανιά / του (της) άνοιξα τον κώλο·
- χτύπησε
βαλβίδα, α. εξαντλήθηκε και εγκατέλειψε κάποια προσπάθειά του, βγήκε
νοκάουτ: «κουβάλησε τόσα πολλά σακιά, που στο τέλος χτύπησε βαλβίδα κι έκατσε
να ξεκουραστεί». β. βρίσκεται σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση: «απ’
τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, χτύπησε βαλβίδα ο φουκαράς». Από το ότι,
αν χαλάσει η βαλβίδα της μηχανής του αυτοκινήτου, τότε αυτή παρουσιάζει σοβαρά
προβλήματα κατά τη λειτουργία της. Συνών. χτύπησε μπιέλα / χτύπησε τιλτ.