βαλάντιο,
το, ουσ.
[<αρχ. βαλάντιον (= πουγκί)], η οικονομική δυνατότητα που έχει κάποιος και
γενικά τα λεφτά, τα χρήματα, ο πλούτος: «με τι βαλάντιο να ’ρθω σ’ αυτή την
κρουαζιέρα; || όταν υπάρχει βαλάντιο κάνεις ό,τι θέλεις». Συνών. πορτοφόλι /
τσέπη (1)·
- δεν
αντέχει το βαλάντιό μου, βλ. φρ. δεν είναι για το βαλάντιό μου·
- δεν
είναι για το βαλάντιό μου, δεν μπορώ να πραγματοποιήσω αυτό για το οποίο
γίνεται λόγος, γιατί είναι κατά πολύ ανώτερο ή ακριβότερο από την οικονομική
μου δυνατότητα: «εγώ δε θα μπορέσω να ’ρθω σ’ αυτή την κρουαζιέρα, γιατί δεν
είναι για το βαλάντιό μου || δεν μπορώ ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, γιατί δεν
είναι για το βαλάντιό μου». Συνών. δεν είναι για την τσέπη μου / δεν είναι
για το πορτοφόλι μου·
- τιμές
για όλα τα βαλάντια, υπάρχει ποικιλία τιμών, υπάρχουν τιμές για την
οικονομική δυνατότητα του καθενός: «στο κατάστημά μας, θα βρείτε τιμές για όλα
τα βαλάντια». Συνών. τιμές για όλα τα πορτοφόλια / τιμές για όλες τις τσέπες.