βαθύς,
-ιά, -ύ, επίθ.
[<αρχ. βαθύς], βαθύς. 1α. που έχει βάθος: «βαθύς ποταμός || βαθιά
θάλασσα || βαθύ πηγάδι». β. που προχωρεί, που εισχωρεί σε βάθος: «ο
πλάτανος έχει βαθιές ρίζες». 2. που φτάνει στο ουσιαστικό νόημα των
πραγμάτων, που δε μένει στην επιφάνεια, που είναι διεισδυτικός: «ο τάδε είναι
βαθύς γνώστης των προβλημάτων της υπαίθρου || δεν καταλαβαίνεις πάντα τι λέει,
γιατί τα λόγια του έχουν βαθιά νοήματα». 3. (για έπιπλα) που είναι με
τέτοιο τρόπο κατασκευασμένο, ώστε να κάθεται κάποιος πολύ μαλακά και
αναπαυτικά, έχοντας παράλληλα την εντύπωση πως, την ώρα που κάθεται, βουλιάζει:
«βαθύς καναπές || βαθιά πολυθρόνα». 4. το ουδ. ως ουσ. το βαθύ,
ο γκρεμός: «δεν πρέπει να προχωρήσουμε απ’ αυτό το μονοπάτι, γιατί πιο πέρα
υπάρχει ένα βαθύ, που είναι απέραστο». Επίρρ. βαθιά, α. σε μεγάλο βάθος:
«το μονοπατάκι προχωρούσε βαθιά μέσα στο δάσος». β. σε μεγάλο βαθμό,
πάρα πολύ, έντονα: «είμαι βαθιά συγκινημένος που με βοήθησες || είμαι βαθιά
πικραμένος απ’ την αδιαφορία σου». (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- αρμενίζω
βαθύ ρέμα, βλ. λ. ρέμα·
- αρμενίζω
σε βαθιά νερά, βλ. λ. νερό·
- αρμενίζω
στα βαθιά (ενν. νερά), (στη γλώσσα της αργκό) καταπιάνομαι με δουλειές που
είναι πέρα από τις γνώσεις μου και τις δραστηριότητές μου ή πέρα από τις
ικανότητές μου και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να αποτύχω: «όσο είχα το μαγαζάκι
μου, τα κονομούσα μια χαρά, μόλις όμως άρχισα ν’ αρμενίζω στα βαθιά, είμαι όλο
προβλήματα»·
- βάζω
βαθιά το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- βαθιά
γεράματα, βλ. λ. γεράματα·
- βαθιά
μεσάνυχτα, βλ. λ. μεσάνυχτα·
- βαθιά
σιωπή, βλ. λ. σιωπή·
- βαθιά
υπόκλιση, βλ. λ. υπόκλιση·
- βαθιά
χαράματα, βλ. λ. χαράματα·
- βαθύ
κάθισμα, βλ. λ. κάθισμα·
- βαθύ
μυστήριο, βλ. λ. μυστήριο·
- βαθύς
ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
- είναι
βαθιά νυχτωμένος, βλ. λ. νυχτωμένος·
- έχει
βαθιά μεσάνυχτα, βλ. λ. μεσάνυχτα·
-
έχει βαθύ πάγκο, (στη
γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. πάγκος·
- θα
σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει
του λαγού η τρύπα, βλ. λ. λαγός·
-
κοιμάμαι βαθιά, δεν
ξυπνώ εύκολα: «όσο θόρυβο και να κάνεις δεν πρόκειται να ξυπνήσει, γιατί
κοιμάται βαθιά»·
-
κολυμπώ στα βαθιά, βλ.
φρ. αρμενίζω στα βαθιά·
- μπρος
βαθύ και πίσω ρέμα, βλ. λ. ρέμα·
- όργωσε
βαθιά και θα ’χεις πολύ σιτάρι, βλ. λ. σιτάρι·
- όσο
πιο βαθιά, τόσο πιο καλά, (για τάβλι) έκφραση παίχτη που αφήνει ένα
πιασμένο αντίπαλο πούλι για να πιάσει ένα άλλο, που βρίσκεται πιο κοντά προς τη
μάνα, εννοώντας ότι με αυτό το νέο πιάσιμο, εξασφαλίζει περισσότερο τη νίκη
του. Η έκφραση με καθαρά σεξουαλικό υπονοούμενο. Επίσης ακούγεται πολλές φορές
και ως ιαχή στα γήπεδα του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ, που απευθύνεται προς τους
οπαδούς της αντίπαλης ομάδας από τους οπαδούς της ομάδας που κερδίζει με μεγάλη
διαφορά στο σκορ. Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με τα δυο τα χέρια να τεντώνονται
ψηλά και με σφιγμένες τις γροθιές, να έρχονται με δύναμη στα πλάγια της μέσης από
τη μια και την άλλη πλευρά, στο ύψος περίπου των γεννητικών οργάνων, σαν να
πιάνει κανείς κάποιον και να του επιβάλει άγρια τη σεξουαλική πράξη·
- παίρνω
βαθιά αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- παίρνω
βαθιά ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- πάω
(στα) βαθιά (ενν. νερά), ξανοίγομαι στη θάλασσα, ιδίως κολυμπώντας: «μην
πας βαθιά, γιατί θα πνιγείς»·
- πέφτω
στα βαθιά (ενν. νερά), καταπιάνομαι με δουλειές που είναι πέρα από τις
γνώσεις μου και τις δραστηριότητές μου ή πέρα από τις ικανότητές μου, και
υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να αποτύχω: «το ’χει μανία να πέφτει στα βαθιά και,
όταν την πάθει, χτυπάει το κεφάλι του». (Λαϊκό τραγούδι: και να καταστραφώ
εγώ παίρνω το ρίσκο πέφτω στα βαθιά μυαλό δεν έχω πια)·
- σκοτάδι
βαθύ, βλ. λ. σκοτάδι·
- στα
βαθιά (ενν. νερά), που έχουν μεγάλο βάθος: «δεν κολυμπάει στα βαθιά, γιατί
δεν ξέρει καλό κολύμπι»·
- τα
ψηλά βουνά έχουν και βαθιές χαράδρες, βλ. λ. βουνό·
- το
βαθύ κράτος, βλ. λ. κράτος·
- το
βαθύ ποτάμι, κρότο δεν κάνει, βλ. λ. ποτάμι·
- τον
έχω σε βαθιά εκτίμηση, βλ. λ. εκτίμηση.